Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Στην Εποχή του Φόβου

αναδημοσίευση http://haristheocharoudis.blogspot.com/
Στην ελληνική μυθολογία, ο Φόβος είναι η προσωποποίηση του φόβου. Οι Αρχαίοι Έλληνες τον θεωρούσαν γιο του Άρη και της Αφροδίτη. Μαζί με τον αδελφό του Δείμο, που ήταν η προσωποποίηση του τρόμου, συνόδευε τον πατέρα του στους πολέμους. Για τον λόγο αυτό του προσφέρονταν θυσίες στα πεδία των μαχών.

Κατά ένα τρόπο λοιπόν, ακόμη και σήμερα, οι σύγχρονοι στρατηγοί φροντίζουν να του αποτίνουν τα σέβη τους. Τα μέσα ενημέρωσης, τα πολιτικά κόμματα και σύσσωμο το σύστημα φροντίζει να σπέρνει παντού τον Φόβο.

Ο φόβος για την εθνική χρεοκοπία, ο φόβος για την μείωση των μισθών, ο φόβος για την εγκληματικότητα και την τρομοκρατία, ο φόβος για την μέρα που θα ξημερώσει αύριο, μεταδίδονται απευθείας κάθε βράδυ από τα δελτία των 8...

Είναι εύκολο να επενδύεις στο ένστικτο αυτοσυντήρησης των μαζών για να μπορέσεις να τις καταστήσεις άβουλες, φοβικές και τελικά υποταγμένες στον καναπέ τους.
Η επιπόλαιη αυτή μέθοδος ελέγχου της συλλογικής συνείδησης ενός λαού, όποτε εφαρμόστηκε, είχε κατατροφικές συνέπειες. Επειδή ο φόβος φέρνει το μίσος, το οποίο εκδηλώνεται με διάφορες μορφές σε μια κοινωνία.

Ενδείκνυνται λίγη περισσότερη υπευθυνότητα από τους κρατούντες και λίγη περισσότερη κριτική διάθεση και εγρήγορση από όλους μας, απέναντι σε αυτά που μας "σερβίρουν" καθημερινά, αν πραγματικά θέλουμε να βάλουμε τέλος στην Εποχή του Φόβου...

Θεοχαρούδης Χάρης,ιστορικός (Σύμβουλος Δημοτικής Κοινότητας Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης)

Αντώνης Σαμαράς: Ο παίκτης (αναδημοσίευση περιοδικό Χύμα, τον Απρίλιο του 1999)

«Πολλοί από μας γεννήθηκαν το 1977. Εκείνη τη χρονιά πολιτεύτηκε για πρώτη φορά με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας στη Μεσσηνία, ο Αντώνης Σαμαράς, ο πιο ριψοκίνδυνος παίκτης στην πολιτική σκακιέρα του τόπου στα χρόνια της μεταπολίτευσης. … Υπήρξε ο νεώτερος Έλληνας Βουλευτής στο Ελληνικό Κοινοβούλιο ...

Το μεγάλο προτέρημά του δεν είναι ούτε η καταγωγή, ούτε οι σπουδές του. Το μεγάλο του προτέρημα –για τους περισσότερους δεξιούς ελάττωμα– είναι πως, μολονότι βουλευτής του συντηρητικού χώρου, η συμπεριφορά του θύμιζε σ’ όλους τον Αντρέα. … Ο Αντώνης όμως "τα έσπαγε" στα μπουζούκια στης Σωτηρίας Μπέλλου και στου Μητσιά, οι οποίοι ήταν και είναι πολύ καλοί του φίλοι. … Ο Αντώνης λάτρευε τον Ο. Ελύτη, τούτο όμως δεν τον εμπόδιζε στα επεισόδια του ’85 στη Μεσσηνία να ανέβει πάνω στο τρακτέρ του αντιπάλου και να τα κάνει λαμπόγυαλο. Πιστός Χριστιανός Ορθόδοξος –ένα σταυρουδάκι κρέμεται πάντα στο λαιμό του–, από την άλλη όμως η σχέση του με τις γυναίκες πονεμένη και μακριά. Μέχρι ο Αντώνης να καταλήξει σ’ αυτό το πανέμορφο πλάσμα που ονομάζεται Γεωργία, πέρασε από την αγκαλιά της Μυρτώ Παράσχη, της Φούλμαν Μουντάνου, της Άννας Βίσση (η πλέον αξιόλογη, είπε κανείς τίποτα;)

Ο Αντώνης γίνεται Υπουργός Οικονομικών στην Κυβέρνηση Τζανετάκη και στη συνέχεια Υπουργός Εξωτερικών στις Κυβερνήσεις Ζολώτα και Μητσοτάκη.
Η δημοτικότητα του Αντώνη φτάνει στα ύψη μετά από την επιτυχή διπλωματική έκβαση του θέματος "Μυρίνας" ενώ φίλοι και αντίπαλοι υποκλίνονται μπροστά του. Ο Μητσοτάκης επικροτεί την ανέλιξη του Αντώνη (όλοι λένε πως η Μαρίκα τον έβλεπε σαν καλό γαμπρό για την Ντόρα). Τότε όμως ήρθε το Μακεδονικό.

Ο Μητσοτάκης νόμιζε πως ο Αντώνης θα ήταν πάντοτε του χεριού του και πάντοτε θα υπάκουε στις εντολές του. Ποιος εξάλλου θα τα έβαζε μαζί του. Είχε νικήσει ακόμη και αυτόν τον Ανδρέα Παπανδρέου. Λογάριαζε, όμως, χωρίς τον Σαμαρά.

Η δεκαετία του ’80 ανήκει αποκλειστικά στο "τρομερό παιδί της δεξιάς", όπως τον ονόμαζαν. Το πιο αγαπημένο πολιτικό τέκνο του αείμνηστου Ευάγγελου Αβέρωφ, ο οποίος συνήθιζε να λέει το ιστορικό: "ο Αντώνης είναι ο καλύτερος βουλευτής του τόπου και, αν δεν φύγει από το μαντρί, θα κυβερνήσει την Ελλάδα". Ο Αντώνης προφητικά απαντούσε: "θα φύγω απ’ το μαντρί μόνο αν δω το λύκο μέσα σ’ αυτό" (και τι λύκος!). Μέσα σε δέκα χρόνια πέρασε από όλα τα αξιώματα της Νεολαίας και της Οργάνωσης της Ν.Δ. Οι φίλοι του, πολλοί και ορκισμένοι, οι εχθροί του το ίδιο.

Ο ίδιος μπορεί να ήταν πιστός στο αμερικανικό πρότυπο πολιτικού προφίλ, (βλέπετε οι σπουδές στο Harvard καθώς και η πιτσαρία όπου δούλευε στην Αμερική, τον είχαν μπάσει για τα καλά στον αμερικανικό τρόπο ζωής). Όμως, όταν έπαιρνε ανάποδες ποιος τον συγκρατούσε; Οι Μεσσήνιοι ακόμη θυμούνται τις εκλογές του ’85 όπου οι νεολαίοι του Αντώνη (το ζήσαμε κι αυτό) είχαν φάει ξύλο, έξω από την πόλη της Καλαμάτας ενώ η αστυνομία –τον καιρό των Κλαδικών– είχε κλείσει τα μάτια. Ο Αντώνης, "ταύρος εν υαλοπωλείο", δε δίστασε να μπει στην αστυνομική διεύθυνση της πόλης και να ξηλώσει με τα χέρια του τα γαλόνια και τη γραβάτα του αστυνομικού διευθυντή, (έτσι ξεφτίζει ο μύθος του Βαρσάμη Γιοβανούδα...)

Προσυνέδριο της Ν.Δ. στην Πάτρα το 1986: όλη νύχτα το ξενοδοχείο δεν έκλεισε μάτι και το πρωί όλοι αναζητούσαν το δωμάτιο από όπου ακουγόταν όλη τη νύχτα σκυλάδικα. Ήταν το 504, όπου ο Σαμαράς και ο Μεϊμαράκης είχαν επιστρέψει από ξενύχτι στα μπουζούκια και συνέχιζαν με δυο τραγουδίστριες που είχαν πάρει μαζί... (...)

Στις 16 Δεκέμβρη 1992, οι Ευρωπαίοι με τους τρεις όρους του "Πακέτου Πινέιρο" δίνουν γη και ύδωρ στο Σαμαρά. Αυτές τις ώρες η Ελλάδα εκτός συνόρων θριαμβεύει, γίνεται μεγάλη όπως παλιά. Παπανδρέου και Πάγκαλος συγχαίρουν τον Σαμαρά. Η δημοτικότητά του αγγίζει το 85% των Ελλήνων (κρύψου Αβραμόπουλε). Ο Μητσοτάκης ανησυχεί.

Την ημέρα παράδοσης του Υπουργείου, 6.000 Έλληνες έξω από το Υπουργείο Εξωτερικών διαδηλώνουν για τον Αντώνη τους. Ο Μητσοτάκης περνώντας μέσα από το πλήθος δείχνει να τα έχει χαμένα. Ένας Μεσσήνιος που έχει έρθει γι' αυτόν τον λόγο από την Καλαμάτα του φωνάζει, κουνώντας απειλητικά το χέρι: "Η Μακεδονία είναι Ελληνική, Μητσοτάκη την πούλησες κι αυτή" ... Οι Έλληνες δε χρειάζεται να ζητούν τα Ελγίνεια, αρκεί να αγοράσουν τη συλλογή αρχαίων της οικογένειας Μητσοτάκη!!!

Σήμερα ο Αντώνης έχει δικαιωθεί παντού. ...
Μιλούσε πρώτος από το ’89 για τα πετρέλαια του Αιγαίου και τον είχαν για τρελό, σήμερα όλοι ξέρουμε γι’ αυτό.

Αυτός είναι ο Αντώνης Σαμαράς, ο άνθρωπος που τα έπαιξε όλα σε μια ζαριά. Που άλλαξε τη φυσική διαδοχή των πολιτικών προσώπων στην Ελλάδα. Που τα έβαλε πρώτος και μόνος με το Μητσοτάκη. Ο Αντώνης, ο πιο ριψοκίνδυνος Παίκτης της Ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ο Αντώνης της Ελλάδος. ...»

Η συμβολική βία του μιναρέ και των ισλαμικών ενδυμασιών (Ιωάννης Κωτούλας, ιστορικός)

Αναδημοσίευση http://neakentrodexia.blogspot.com/

Στο συγκεκριμένο ζήτημα, αυτό της ανέγερσης των μιναρέδων, καθώς και στο θέμα της απαγόρευσης των ισλαμικών ενδυμασιών, όπως το niqab και η μπούρκα, συνδέονται ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα, τα οποία σχετίζονται με την σημειολογία της καθημερινής διάδρασης των πολιτισμικών αναφορών, αλλά και με την εύρθυμη λειτουργία και την ενότητα του δημοκρατικού επικοινωνιακού χώρου.
Κατά τον Αμερικανό κοινωνιολόγο Erving Goffman (1922-1982) η κοινωνική ζωή συνίσταται εν πολλοίς σε μία σειρά καθημερινών τελετουργικής υφής ενεργειών, από τους τρόπους επικοινωνίας και χαιρετισμού έως τον τρόπο ομιλίας και προβολής του εαυτού.[1] Οι μικρές αυτές τελετουργίες δεν δομούν απλώς την κοινωνική αλληλεγγύη, στον βαθμό που παρουσιάζουν κοινότητα όσον αφορά στα χαρακτηριστικά τους, αλλά και την αίσθηση της ταυτότητας των δρώντων υποκειμένων. Κατ΄αυτήν την έννοια η επίδειξη της ισλαμικής παραδοσιακής ενδυμασίας συνιστά μία εκδήλωση της ταυτότητας των μουσουλμάνων μεταναστών και στον βαθμό που το σημειολογικό βάρος της ενδυμασίας αυτής αντιβαίνει στην ευρωπαική πολιτισμική παράδοση της ισότητας των φύλων, συνιστά μία ενέργεια κατ’ εξοχήν επιθετική και αναθεωρητική της αντίληψης του δημοσίου χώρου.
Η επίδειξη της ισλαμικής ενδυμασίας επί του σώματος και του μιναρέ επί του αρχιτεκτονικού τοπίου αποτελούν εκδηλώσεις μίας συμβολικής διαδραστικότητας (symbolic interactionism), βάσει της οποίας το σημαίνον τείνει να ταυτίζεται με το σημαινόμενο ή εκφράζει θεμελιώδεις αξίες του τελευταίου.[2] Η μπούρκα και οι παρεμφερείς με αυτήν ισλαμικές ενδυμασίες αποτελούν κατ’ ουσίαν την πιο επιθετική εκδήλωση της ισλαμικής ακοινωνικής ιδιαιτερότητας, καθώς όχι απλώς εκφράζουν τον ριζοσπαστισμό της αντιδυτικής ιδεολογικής αντίθεσης, αλλά επίσης απομονώνουν το φέρον άτομο στην αορατότητα της ισλαμικής κοινότητας, στην ενότητα της αδιαπερατότητας του βλέμματος και συνεπώς του ελέγχου εκ μέρους της δυτικής κοινωνίας. Η αλλοίωση των χαρακτηριστικών του σώματος και ιδίως του προσώπου λειτουργεί προς την κατεύθυνση της αποκοινωνικοποίησης και της απόσυρσης στην παράλληλη κοινωνία της ισλαμικής κοινότητας.
Σε επίπεδο αρχιτεκτονικής παρουσίας ο μιναρές (manāra)[3] αποτελεί ένα κατ’ εξοχήν επιθετικό σύμβολο, μία οπτική αναφορά της κυριαρχίας της ισλαμικής θρησκείας επί του εδάφους της περιοχής, στην οποία ανεγείρεται το αρχιτεκτόνημα.[4] Ο μιναρές υποστασιοποιεί την αφηρημένη παρουσία της θεϊκής ουσίας στην ισλαμική αντίληψη και μάλιστα όχι ως μετριοπαθής δήλωση συνύπαρξης με τις αξίες της χώρας υποδοχής, αλλά ως απόπειρα βίαιης οπτικής κυριαρχίας στο τοπίο, το οποίο καθίσταται αντιληπτό ως κατακτημένο έδαφος.[5] Στην περίπτωση της ανέγερσης μιναρέδων στις ευρωπαϊκές πόλεις έχουμε να κάνουμε με μία αναπαράσταση της αξίωσης της ιδεολογικής και κυριαρχικής προτεραιότητας του Ισλάμ επί των ευρωπαϊκών κοινωνιών, με έναν έκδηλο στην επιδεικτική του ορατότητα ιμπεριαλισμό της αρχιτεκτονικής.[6]
Πλέον, με την πανηγυρική επανέναρξη της αντιπαλότητας ανάμεσα στην Δύση και στον ισλαμικό κόσμο μετά το 2001 (για την πλειονότητα των Δυτικών, διότι για μερίδα του διεθνούς ισλαμισμού η αντιπαράθεση είχε ξεκινήσει νωρίτερα)[7] ο μιναρές μετατρέπεται σε ένα σαφές σύμβολο επιθετικότητας, σε μία δήλωση πολεμικής υφής, καθώς μεταβάλλει από σημειολογικής άποψης την περιοχή, στην οποία δεσπόζει, από έδαφος των Δυτικών σε προγεφύρωμα του Ισλάμ στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών,[8] ακόμη και σε έναν ασφαλή χώρο προετοιμασίας των τρομοκρατικών επιθέσεων, έναν θύλακα, δηλαδή, αντικρατικής δράσης και ιδεολογικής ανομίας.
Απέναντι σε αυτήν την εγγενώς επιθετική στάση των ισλαμικών μεταναστευτικών κοινοτήτων έναντι των αρχών και των αξιών της δυτικής κοινωνίας, - επιθετική στάση, η οποία, μάλιστα, εκδηλώνεται με διπλό τρόπο στο επίπεδο του συμβολισμού -, η ενοποίηση της ορατότητας του δημόσιου χώρου όσον αφορά στην ατομική αυτοπαρουσίαση και όχι όσον αφορά στην ιδεολογική ενότητα, συνιστά βασική πολιτική προτεραιότητα των δημοκρατικών κοινωνιών της Δύσης. Σε μία δημοκρατική κοινωνία, άλλωστε, οι κρατικές αρχές έχουν κάθε δικαίωμα να επιβάλουν περιορισμούς στην ισλαμική ενδυμασία, όταν η τελευταία ως πρακτική είναι ασύμβατη με τον επιδιωκόμενο σκοπό του δημοκρατικού κράτους να προστατεύει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των άλλων πολιτών, την δημόσια τάξη και την δημόσια ασφάλεια. Η θέση αυτή εκφράστηκε σε επίσημο θεσμικό επίπεδο το 2004 από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.[9]
Η αναίρεση της επιδεικτικής ορατότητας του Ισλάμ πραγματοποιείται, επομένως, σε δύο επίπεδα, σε αυτό της ατομικής αυτοπαρουσίασης, μέσω της απαγόρευσης των χαρακτηριστικών ισλαμικών ενδυμασιών –όπως το niqab ή ή μπούρκα-, οι οποίες αλλοιώνουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου και αναιρούν την ενότητα του δημόσιου χώρου, και σε έναν βαθμό σε αυτό της αρχιτεκτονικής κυριαρχίας στο τοπίο, μέσω της απαγόρευσης ανέγερσης νέων επιθετικών θρησκευτικών συμβόλων, όπως οι μιναρέδες. Στην Ελβετία η ανέγερση νέων μιναρέδων απαγορεύτηκε με συνταγματική τροποποίηση, η οποία εισήχθη με δημοψήφισμα τον Νοέμβριο του 2009, στο οποίο τα 22 από τα 26 καντόνια επιδοκίμασαν την απαγόρευση. Σχετικές δημοσκοπήσεις σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη κατέδειξαν ότι σε περίπτωση δημοψηφίσματος για την απαγόρευση της ανέγερσης νέων μιναρέδων, η πλειοψηφία θα ενέκρινε μία τέτοια διάταξη.[10]
Στην περίπτωση της Ελλάδος η κατασκευή ενός τζαμιού για τις θρησκευτικές τελετουργικές ανάγκες των μουσουλμάνων μεταναστών θα ήταν επωφελές να συνδεθεί με την ανυπαρξία μιναρέ, με την ανέγερση του κτίσματος εκτός του αστικού ιστού της ευρύτερης περιοχής των Αθηνών και με την αποκλειστική χρηματοδότηση του κτίσματος από το ελληνικό κράτος, ώστε να αποφευχθούν διασυνδέσεις με κέντρα προαγωγής του ισλαμιστικού εξτρεμισμού.

Βλ. E. Goffman, The Presentation of Self in Everyday Life, New York: Anchor Books, 1959.
[2] Βλ. H. Blumer, Symbolic Interactionism: Perspective and Method, Berkeley, CA: University of California Press, 1969.
[3] Για την ιστορική προέλευση του μιναρέ ως αρχιτεκτονήματος, την ετυμολογία και τους συμβολισμούς του βλ. το λήμμα ‘manār, manāra’ στο The Encyclopedia of Islam, edited by C.E. Bosworth, E. van Donzel, B. Lewis & Ch. Pellat, Leiden: E.J. Brill, 1991, vol. VI, 358-60.
[4] Για τους συμβολισμούς του μιναρέ βλ. J. Bloon, Minaret: Symbol of Islam, Oxford Studies of Islamic Arts VII, Oxford: Oxford University Press, 1989.
[5] Βλ. F.B. Flood, ‘Ghurid Monuments and Muslim Identities: Epigraphy and Exegesis in Twelfth-Century Afghanistan’, Indian Economic Social History Review 42:3 (9/2005), 263-94.
[6] Παρόμοιο ιδεολογικό περιεχόμενο είναι δυνατόν να εντοπιστεί και στην αγορά μη χρησιμοποιούμενων χριστιανικών ναών από τις ισλαμικές κοινότητες, οι οποίοι τις μετατρέπουν σε τζαμιά. Βλ. C. Caldwell, Reflections on the Revolution in Europe, New York: Doubleday, 2009, 146.
[7] Βλ. J. Fox, ‘Two Civilizations and Ethnic Conflict: Islam and the West’, Journal of Peace Research 38:4 (2001), 459-72.
[8] Καθόλου τυχαία δεν ήταν από αυτήν την άποψη η άκρως επιθετική σημειολογία του συνθήματος του ισλαμιστικού κόμματος (AKP) στην Τουρκία «Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας, οι θόλοι τους τα κράνη μας, οι μιναρέδες είναι οι ξιφολόγχες μας και οι πιστοί ο στρατός μας». Βλ. S. Kinzer, ‘Turkey Secularists Take Their Battle into Court’, εφ. New York Times, φ. 5/4/1998. Η πολιτική χρήση των μεταναστευτικών ισλαμικών κοινοτήτων επιβεβαιώνεται από τις επανειλημμένες πρόσφατες (2010) προτροπές του Τούρκου πρωθυπουργού Tayip Erdogan προς τους πολιτογραφηθέντες Τούρκους μετανάστες, προς Γερμανούς πολίτες δηλαδή, να μην ενσωματωθούν στις δομές της γερμανικής κοινωνίας. Βλ. ενδεικτικά http://www.thelocal.de/society/20100317-25933.html.
[9] Βλ. A. Phillips, Multiculturalism without Culture, Princeton, NJ: Princeton University Press, 2009, 115.
[10] Βλ. R. Wielaard, ‘Bans on Muslim Garb Show Shift in Attitudes’, εφ. The Boston Globe, φ. 18/4/2010. Αντιδράσεις κατά της ανέγερσης μιναρέδων, άλλωστε, έχουν σημειωθεί σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη: στην Αυστρία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Σλοβενία, τη Σουηδία, καθώς και στην Ελλάδα

Κρίση οικονομική ή κάτι πολύ περισσότερο;


Οικονομολόγοι, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, άνθρωποι των γραμμάτων μιλούν και γράφουν καθημερινά για τα τεράστια οικονομικά προβλήματα της χώρας μας.

Μήπως όμως αυτή η σχεδόν οικονομική χρεοκοπία όπως παρουσιάζεται είναι μια τουλάχιστον λανθασμένη εκτίμηση; Μήπως αυτοί που βρίσκονται οικονομικά στην κορυφή της ελληνικής πυραμίδας προσπαθούν να αυξήσουν την διαφορά από τους υπόλοιπους που βρίσκονται στις παρυφές της, όπως σε ένα αγώνα μπάσκετ πού η καλύτερη ομάδα παίζει όχι μόνο για τη νίκη αλλά και τη διαφορά πόντων. Ένα παιχνίδι που κερδίζεται εύκολα και επί σειρά ετών επί ενός αδύνατου αντιπάλου καταντάει κουραστικό ακόμα και για το μόνιμο νικητή.
Στην δεκαετία του 1990 με την πτώση του κομμουνισμού και τη δεκαετία του 2000 με το τέλος της αυταπάτης της σοσιαλδημοκρατίας η φιλελεύθερη πολιτική επικράτησε σχεδόν παντού στην αναπτυσσόμενη Ευρώπη.
Πολλές από τις τώρα επιτυχημένες χώρες ανεξαρτήτως αν μπήκαν στο ευρώ ή όχι επικεντρώθηκαν στην οικονομική ανάπτυξη και στην επένδυση στον ίδιο τον εαυτό τους! Στην προσπάθεια παραγωγής συγκεκριμένων προϊόντων στους παραγωγικούς τομείς που η καθεμία είχε την ή τις δυνατότητες (βιομηχανία, πρώτες ύλες ορυκτός πλούτος κτλ). Με ταυτόχρονη εφαρμογή κοινωνικής πολιτικής (παιδεία υγεία) και κίνητρα για περαιτέρω προκοπή στη επιστημονική έρευνα και στον πολιτισμό τους κατάφεραν να ανεβάσουν επίπεδα το brand name των χωρών τους καταστώντας το εμπορικότατο. Στην χώρα μας δύσκολα θα απαντούσε κάποιος για το ποιος οικονομικός κλάδος ή προϊόν έχει αξιοποιηθεί και επιδοτηθεί σωστά από το κράτος για την περαιτέρω ανάπτυξη και αύξηση της κερδοφορίας του.
Ταυτόχρονα αυτό που επικυρώνει και κλειδώνει την αποτυχία της χώρας μας δεν είναι μόνο η έλλειψη οικονομικής ανάπτυξης αλλά κυρίως η έλλειψη παραγωγικής νοοτροπίας πνευματικής και συναισθηματικής, ιδεών και υγειών αντιπαραθέσεων.
Η χώρα της «αρπαχτής» των «ρουσφετιών» των «λαμόγιων» και των «βολεμένων αργόμισθων» είναι συνήθεις περιγραφές που κάνει ακόμα και ο ίδιος ο εκλεγμένος πρωθυπουργός μας!
Αυτή η ηθική κατάπτωση δεν είναι ελληνικό φαινόμενο αλλά όποιος έχει ταξιδέψει έξω από α σύνορα της χώρας και δεν έχει ασχοληθεί μόνο με το να δει τα αξιοθέατα θα καταλάβει ότι οι πολίτες στην μη εξαίρεσή τους ευημερούν ταυτόχρονα με την προκοπή της χώρας τους, ο μέσος ευρωπαίος πολίτης δεν προσπαθεί να ζήσει από τη χώρα του αλλά η χώρα του προσπαθεί να τον αξιοποιήσει ανάλογα όχι μόνο με τα επαγγελματικά του προσόντα αλλά και με τη νοοτροπία του και τη φιλοπατρία του για τη πρόοδο της χώρας στην οποία δουλεύει. Σε ποια χώρα στο εξωτερικό οι πολίτες της είναι τόσο ταυτισμένοι με πρόσωπα και πολιτικά κόμματα όσο στην δικιά μας. Ταυτισμένοι με τη κεντροδεξιά ή με την κεντροαριστερά ναι είναι με το φιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης ή το σοσιαλδημοκρατικό (αν υπάρχει) ναι επίσης είναι, με αξίες κοινωνικές βεβαίως όπως η φιλοπατρία η θρησκεία οι τέχνες τα γράμματα και κατ’ επέκταση ότι ορίζει τον πολιτισμό.
Αν βυθιστούμε με πρόχειρο τρόπο στο ιστορικό μας παρελθόν στον 20ο αιώνα θα θυμηθούμε ότι στα δύσκολα πάντα ως έθνος τα καταφέρναμε και επιβιώναμε, με τρόπο όχι υπολογιστικό ούτε τεχνοκρατικό αλλά στηριζόμενοι στην ενότητά μας, στις δικές μας δυνάμεις, στο φιλότιμο και στις ικανότητες μας. Άλλωστε στην σύγχρονη ιστορία μας όσες φορές και αν ζητήσαμε είτε οικονομική είτε στρατιωτική βοήθεια από σύμμαχο χώρα ποτέ καμία δεν είχε το ρόλο του….Φύρερ εννοούμε ελληνιστί τον ηγετικό ρόλο ώστε να απεμπλακούμε από μια κατάσταση επιτυχώς.
Όπως και αν έχουν τα πράγματα σήμερα ''ζητείται ελπίς'' όπως θα έλεγε και ο αείμνηστος Αντώνης Σαμαράκης.Η Ελλάδα και ιδιαίτερα η νεολαία της δεν μπορεί να αφήσει τη δική της οίρα στα χέρια αναξιόπιστων διαχειριστών.Γιατί τότε η χώρα αυτή δεν θα είχε μέλλον.Ούτε θα μπορούσε να ελπίζει.Και αν χωρίς ελπίδα τα οράματα πεθαίνουν,είναι βέβαιο ότι χωρίς αγώνες κινδυνεύη η ελπίδα.
Παναγιώτης Κατσούλας,ιστορικός

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

1844-1909 ΕΚΛΟΓΕΣ












Χρειάστηκε να περάσει κοντά ένα τέταρτο του αιώνα (για την ακρίβεια, 23 χρόνια) από την Επανάσταση του 21, ώσπου οι Ελληνες ν αποκτήσουν το δικαίωμα να εκλέγουν τους εκπροσώπους τους στη Βουλή. Και όταν, το 1844, το απέκτησαν, το ευχαριστήθηκαν: Στις πρώτες εκλογές ψήφιζαν επί έξι ολόκληρους μήνες!

Η Εθνοσυνέλευση που προέκυψε μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, είχε να επιτελέσει δύο αποστολές: Δημιούργησε τον πρώτο καταστατικό χάρτη της Ελλάδας (συνταγματική βασιλεία) και, στις 18 Μαρτίου 1844, ψήφισε τον πρώτο εκλογικό νόμο της χώρας. Συμβολικά δημοσιεύτηκε στις 25 Μαρτίου και, παρά τα φολκλορικά του στοιχεία, ήταν ο πιο προοδευτικός στον κόσμο, εως την ώρα εκείνη. Οι εκλογές έπρεπε να διεξαχθούν σε οχτώ μέρες. Το πρόβλημα ήταν ότι ο νόμος δεν ξεκαθάριζε αν αυτές οι οχτώ μέρες έπρεπε να είναι κοινές για όλη τη χώρα ή όχι. Με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η εκλογική διαδικασία τον Απρίλιο του 1844 και τον Σεπτέμβριο να συνεχίζεται ακόμα σε ορισμένες περιοχές.

Οι τρεις μονομάχοι
Η διάλυση της Εθνοσυνέλευσης βρήκε την Ελλάδα με τρία κόμματα: το γαλλικό με αρχηγό τον Ιωάννη Κωλέττη, το αγγλικό με αρχηγό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και το ρωσικό με αρχηγό τον Ανδρέα Μεταξά. Το γαλλικό κόμμα προέβαλλε τον άκρατο εθνικισμό, ενώ το αγγλικό τη μετριοπάθεια και τον εγγλέζικου τύπου κοινοβουλευτισμό. Το ρωσικό είχε σημαία την επικράτηση της Ορθοδοξίας (και άρα ήταν εναντίον του μη ορθόδοξου Οθωνα) και την κατοχύρωση των δημοκρατικών ελευθεριών του λαού. Λεγόταν και κόμμα των Ναπαίων, από το όνομα κάποιου, θηριώδους Κερκυραίου ρωσόφιλου, Νάπα.

Ο Οθων ήθελε μια εκλογική κυβέρνηση συνασπισμού με τους Μαυροκορδάτο - Κωλέττη, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε να μετάσχει, για να μπορεί να κινείται πιο ελεύθερα. Ετσι, στις 30 Μαρτίου 1844, ορκίστηκε μονοκομματική κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, που προκήρυξε τις εκλογές.

Αυτά που ακολούθησαν ελάχιστα έχουν να κάνουν με τις δημοκρατικές διαδικασίες όπως σήμερα τις εννοούμε. Ο Κωλέττης συμμάχησε με τους στρατιωτικούς, που ήξεραν πώς να «πείθουν» τον λαό. Και όπου δεν μπορούσαν να τον πείσουν, σήκωναν επαναστατική σημαία. Με πρώτο τον Θεόδωρο Γρίβα που, τέλη Απριλίου, σήμανε εξέγερση στην Ακαρνανία. Ο Μαυροκορδάτος έστειλε τον στρατό, μεσολάβησε ο Γάλλος πρεσβευτής Πισκατόρι, ένα πλοίο έφερε τον Γρίβα στον Πειραιά, ο καπετάνιος αρνήθηκε να τον παραδώσει, το πλοίο σαλπάρισε και τον έβγαλε στην Αλεξάνδρεια, όπου του έγινε υποδοχή ήρωα.

Μέσα Μαϊου, Τζαννετάκηδες και Μαυρομιχάληδες αρπάχτηκαν στη Μάνη, αλλά τα βρήκαν πριν να φτάσει ο στρατός. Από τις αρχές Ιουνίου, οι ρωσόφιλοι ξεκίνησαν διαδηλώσεις και ταραχές εναντίον (φανταστικών και μη) αόρατων συνωμοτών, ενώ οι ίδιοι δημιουργούσαν μυστικές οργανώσεις και όπου χρειαζόταν συμμαχούσαν με τους γαλλόφιλους. Κωλέττης και Μεταξάς υπονόμευαν συστηματικά τον Μαυροκορδάτο, στο παιχνίδι μπήκε και ο Οθων, ενώ η αγγλική πρεσβεία άφησε ακάλυπτο τον εκλεκτό της. Τέλη Ιουλίου, ένα σκάνδαλο έδωσε τη χαριστική βολή στον Μαυροκορδάτο, καθώς δημοσιεύτηκε μια επιστολή του Ανδρέα Λόντου προς κάποιον στην Πάτρα, που έδινε οδηγίες για το πώς να πεισθούν οι ψηφοφόροι να τον προτιμήσουν. Στις 6 Αυγούστου, ο Μαυροκορδάτος παραιτήθηκε. Την ίδια μέρα ορκίστηκε ο Κωλέττης και όρισε υπουργό Στρατιωτικών τον ρωσόφιλο Κίτσο Τζαβέλλα, που ανέλαβε δράση.

Στις περισσότερες περιοχές οι εκλογές έγιναν Μάιο και Ιούνιο. Στην Αθήνα, έπειτα από πολλές αναβολές, ξεκίνησαν τέλη Ιουλίου και ολοκληρώθηκαν αρχές Αυγούστου. Χάρη κυρίως στην επαρχία, ο Μαυροκορδάτος είχε εκλέξει 52 βουλευτές σε ένα σύνολο 127 εδρών. Ο Κωλέττης, έως την ώρα που ορκίστηκε, είχε μια μικρή μειοψηφία. Από τη στιγμή που ανέλαβε πρωθυπουργός, η δύναμή του ανέβαινε συνεχώς στις υπολειπόμενες περιφέρειες. Παρ όλ αυτά, όταν στα τέλη Αυγούστου συνήλθε η Βουλή, ενώ οι εκλογές συνεχίζονταν, το γαλλικό κόμμα εξακολουθούσε να είναι μειοψηφία. Μέσα στη Βουλή συμμάχησε με το ρωσικό. Αρχισε ο «έλεγχος» των εκλεγμένων.

Νοθεία με... σφραγίδα
Ο νόμος όριζε ότι μετά την ολοκλήρωση της κάθε ψηφοφορίας οι κάλπες έπρεπε να σφραγιστούν και να μεταφερθούν στις πρωτεύουσες των νομών για καταμέτρηση. Το πώς έφταναν στον προορισμό τους το περιέγραψε ο Μακεδόνας δημοσιογράφος και συγγραφέας Νικόλαος Δραγούμης. Συνοπτικά: Οι κάλπες έφταναν στον τόπο της καταμέτρησης με σπασμένα σανίδια ή λιμαρισμένες τις σφραγίδες, ενώ, σε πολλές περιπτώσεις, οι ψήφοι μεταφέρονταν σε «σαπουνοσακούλες».

Στη Βουλή, όταν ο «εκλεγμένος» με ψηφοδέλτια που προέρχονταν από τέτοιες κάλπες ήταν κωλεττικός, σηκωνόταν κάποιος και εξηγούσε ότι το σπάσιμο των σανιδιών οφειλόταν στον νόμο της συστολής των στερεών σωμάτων, η λιμαρισμένη σφραγίδα ήταν απλώς τυχαία σπασμένη κατά τη μεταφορά, η «σαπουνοσακούλα» ήταν κάλπη και ο κακοποιός που έκανε την καταμέτρηση είχε τον σεβασμό και την εκτίμηση των κατοίκων της περιοχής του.

Στις περιπτώσεις των μαυροκορδατικών, όμως, αρκούσε μια γρατσουνιά στην κάλπη για να ξεσπάσει θύελλα καταγγελιών ότι είχαν να κάνουν με καραμπινάτη περίπτωση νοθείας! Δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσο αντικειμενικός ήταν ο Δραγούμης που είχε διατελέσει γραμματέας του μισητού στους Γάλλους Καποδίστρια. Το βέβαιο είναι πως ο Μαυροκορδάτος (από τους 52 που εξέλεξε) έμεινε με δώδεκα βουλευτές, ενώ η δική του εκλογή ακυρώθηκε έξι φορές, ώσπου να επικυρωθεί μια έβδομη!

Η πρώτη, έστω και με τέτοιον τρόπο, εκλεγμένη Βουλή των Ελλήνων, λοιπόν, συγκροτήθηκε σε σώμα και συνεδρίασε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1845. Πρώτος, έστω και έτσι, εκλεγμένος πρωθυπουργός ο Ιωάννης Κωλέττης, που εξάντλησε την τριετία, κέρδισε και τις επόμενες εκλογές (1847) με συντριπτική πλειοψηφία, αλλά αμέσως μετά πέθανε από νεφρίτιδα, σε ηλικία 73 χρόνων.


Αν και νικητής χάρη στη βία και τη νοθεία, ο πρώτος εκλεγμένος πρωθυπουργός, Ιωάννης Κωλέττης, αποδείχτηκε άξιος των περιστάσεων και δε δίστασε να τα βάλει ακόμα και με τον πρώην σύμμαχό του, Θεόδωρο Γρίβα, που κάθε τόσο ύψωνε επαναστατική σημαία στην Αιτωλοακαρνανία. Ούτε φοβήθηκε τους πρεσβευτές των ξένων δυνάμεων. Και όταν του... παρακόλλησαν διέλυσε τη Βουλή, προκήρυξε εκλογές (καλοκαίρι 1847) και τις πήρε με απόλυτη και τεράστια πλειοψηφία. Πέθανε, όμως, στις 31 Αυγούστου κι έλυσε τα χέρια «εχθρών και φίλων».


Από εκεί κι έπειτα, το ποιος θα γινόταν πρωθυπουργός εξαρτιόταν από το ποιος ήταν ο ευνοούμενος του Οθωνα και της πρεσβείας, που τύχαινε να έχει το πάνω χέρι στην κρίσιμη στιγμή. Συνολικά, από τις εκλογές του 1844 έως το 1875, οπότε ο Χαρίλαος Τρικούπης υποχρέωσε τον βασιλιά Γεώργιο Α να δεχτεί την «αρχή της δεδηλωμένης», έγιναν δεκαπέντε εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά η πρωθυπουργία άλλαξε χέρια 39 φορές!

Στα 1862, το κακό είχε παραγίνει καθώς είχαν μεσολαβήσει μύρια όσα δεινά για τον τόπο. Οι ξένες δυνάμεις έφτασαν να κυριεύσουν Αθήνα και Πειραιά στον Κριμαϊκό πόλεμο, η πείνα θέριζε, η βαρυγκώμια μετατράπηκε σε επανάσταση. Ο Οθων και η Αμαλία εκδιώχτηκαν (12 Οκτωβρίου 1862). Πρωθυπουργός, «πρόεδρος προσωρινής επιτροπής», ορκίστηκε ο Δημήτριος Βούλγαρης. Η εκλογή του ανανεώθηκε στις 30 Ιανουαρίου από την Εθνοσυνέλευση, που σχηματίστηκε για να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο. Στις 18 Μαρτίου 1863, ο διορισμένος από την Εθνοσυνέλευση πρωθυπουργός Κ.Ζ. Βάλβης ανακοίνωσε πως οι τρεις μεγάλες δυνάμεις πρότειναν να γίνει βασιλιάς των Ελλήνων ο Δανός πρίγκιπας Γεώργιος Γλίξμπουργκ. Εκείνος έφθασε στην Ελλάδα στις 18 Οκτωβρίου και στις 25 διόρισε πρωθυπουργό τον Δημήτριο Βούλγαρη, που έμεινε έως τον επόμενο Μάρτιο.

«Μαυρίστε τους!»
Οι πρώτες μετά το Σύνταγμα του 1864 εκλογές ορίστηκαν να ξεκινήσουν στις 14 Μαϊου 1865, με πρωθυπουργό, για πρώτη φορά, τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, παλιά δικαστικό. Η προηγούμενη πείρα είχε βοηθήσει ώστε να επιλεγεί μια διαδικασία που απέκλειε κάθε χρήση βίας και νοθείας. Μόνο που ήταν κάπως χρονοβόρα: Σε κάθε εκλογικό τμήμα στήνονταν τόσες κάλπες όσοι και οι υποψήφιοι βουλευτές.

Κάθε κάλπη ήταν χωρισμένη στα δύο, η μισή άσπρη με μια ταμπέλα που έλεγε «ναι» και η μισή μαύρη με μιαν άλλη που έλεγε «όχι». Δύο σωληνάκια οδηγούσαν το ένα στην άσπρη πλευρά και το άλλο στη μαύρη. Πίσω από κάθε κάλπη στεκόταν εκπρόσωπος του υποψηφίου στον οποίο αυτή ανήκε. Ο ψηφοφόρος, μπαίνοντας, έπρεπε να πάρει τόσα μολυβένια μπαλάκια όσα και οι κάλπες. Πλησίαζε τις κάλπες τη μία μετά την άλλη. Οταν έφτανε μπροστά στην καθεμιά από αυτές, ο αντιπρόσωπος φώναζε δυνατά το όνομα του υποψηφίου στον οποίο αυτή ανήκε. Ο ψηφοφόρος έβαζε το μπαλάκι ή στον σωλήνα που οδηγούσε στην άσπρη μεριά ή σ' εκείνον που οδηγούσε στη μαύρη.

Η διαδικασία επαναλαμβανόταν με όλες τις κάλπες. Απαγορευόταν από τον νόμο να προσπεραστεί μια κάλπη χωρίς να ριχτεί σ' αυτήν μπαλάκι κι ο παραβάτης πλήρωνε πρόστιμο επιτόπου! Στη διαλογή μετρούσαν πρώτα αν τα μπαλάκια στην άσπρη και στη μαύρη πλευρά κάθε κάλπης είχαν άθροισμα ίσο με τον αριθμό των ψηφισάντων. Αν τα μπαλάκια ήταν παραπάνω, η επιτροπή αφαιρούσε τα περισσευούμενα από την άσπρη μεριά!

Βουλευτές ανακηρύσσονταν όσοι είχαν τα περισσότερα μπαλάκια στην άσπρη μεριά και εκλέγονταν τόσοι, όσους έβγαζε κάθε περιοχή. Υπήρχε δηλαδή απόλυτη και ανόθευτη απλή αναλογική, χωρίς περιορισμό επιλογής για τους ψηφοφόρους, που επέλεγαν όσους ήθελαν και «μαύριζαν» (από εκεί βγήκε η έκφραση) με την ψυχή τους τους, για τον καθέναν, ανεπιθύμητους (λέγεται σύστημα πλειοψηφικό επιμεριστικό).

Φύγε εσύ, έλα εσύ
Στις εκλογές αυτές πλειοψήφησε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, που παραιτήθηκε το φθινόπωρο συνδέοντας την τύχη του με ένα φορολογικό νομοσχέδιο για να φτιάξει δρόμους. Ο βασιλιάς διόρισε τον Δημήτριο Βούλγαρη, που παραιτήθηκε σχεδόν αμέσως επειδή ο Γεώργιος αρνήθηκε να διώξει έναν ανεπιθύμητο στην κυβέρνηση ξένο σύμβουλό του.

Τον διαδέχτηκε ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, από τους πρωτεργάτες στην έξωση του Οθωνα. Παραιτήθηκε δέκα μέρες αργότερα, μόλις ψηφίστηκε ο προϋπολογισμός, αφού τον κατηγόρησαν ως προδότη επειδή ανέχτηκε εκείνον τον σύμβουλο. Διορίστηκε και πάλι ο Βούλγαρης για να ξαναπαραιτηθεί δύο μέρες αργότερα, επειδή δεν του έκανε ο Γεώργιος το χατίρι να κλείσει τη Βουλή έως τον Ιανουάριο.

Ο βασιλιάς διόρισε τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, που ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης, χωρίς να υποχρεούται, θέτοντας έτσι έμμεσα ζήτημα δεδηλωμένης. Καταψηφίστηκε και παραιτήθηκε. Ο βασιλιάς ξανακάλεσε τον Δεληγιώργη κι έδιωξε τον σύμβουλό του που προκαλούσε την αναταραχή. Ο Δεληγιώργης παραιτήθηκε για δεύτερη φορά, τέλη Νοεμβρίου, οπότε κλήθηκε ο Μπενιζέλος Ρούφος να βγάλει τη δύσκολη αυτή χρονιά του 1865 με μια συμμαχική κυβέρνηση.

Οσο κι αν όλ' αυτά φαίνονται σήμερα περίεργα και μοιάζουν με παιδιαρίσματα, στην πραγματικότητα ένα σήμαιναν: Οτι σιγά σιγά οι Ελληνες πολιτικοί ωρίμαζαν και οδηγούνταν νομοτελειακά στη στιγμή που θα αποτίνασσαν από το ελληνικό Κοινοβούλιο το δικαίωμα του βασιλιά να διορίζει κυβερνήσεις. Η Ελλάδα προχωρούσε προς αυτό που, δέκα χρόνια αργότερα, ο Χαρίλαος Τρικούπης θα ονόμαζε «αρχή της δεδηλωμένης»: Να απολαμβάνει, δηλαδή, ο πρωθυπουργός της χώρας τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του Κοινοβουλίου και όχι την εύνοια του ανώτατου άρχοντα.

Στις εκλογές του Ιουνίου 1874 ο Δημήτριος Βούλγαρης συγκέντρωσε τη σχετική πλειοψηφία στη Βουλή, αλλά δεν κατόρθωσε να σχηματίσει βιώσιμη κυβέρνηση.

Τρεις μέρες μετά τις εκλογές, στις 29 Ιουνίου, στην εφημερίδα Καιροί, δημοσιεύτηκε ανυπόγραφο άρθρο με τίτλο Τις πταίει, που, με εξαίρεση αυτές του Κουμουνδούρου το 1865, έβγαζε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις προϊόντα βίας και νοθείας, και όλες τις κυβερνήσεις προϊόντα ευνοίας. Προφυλακίστηκε ο εκδότης, αλλά ένας νέος πολιτικός, ο Χαρίλαος Τρικούπης, που απείχε από την εκλογική αναμέτρηση, έγραψε στον εισαγγελέα ότι αυτός ήταν ο αρθρογράφος.

Ο εκδότης αποφυλακίστηκε και, στις 5 Ιουλίου, προφυλακίστηκε ο Τρικούπης. Στις 9, δημοσιεύτηκε νέο άρθρο, με τίτλο Παρελθόν και ενεστώς, με την υπογραφή του Τρικούπη, ο οποίος καυτηρίαζε τις συνταγματικές παραβιάσεις. Παρ όλα αυτά, ο αρθρογράφος αποφυλακίστηκε στις 10 Ιουλίου, ενώ, στις 29, έπαψε με βούλευμα και η δίωξή του.

Στο μεταξύ, ο Βούλγαρης άρχισε να ακυρώνει τις εκλογές στη μία μετά την άλλη περιφέρεια. Και πάλι δεν τα κατάφερε. Κάποια στιγμή, με 96 παρόντες, προσπάθησε να προχωρήσει σε ψήφιση του προϋπολογισμού. Η αντιπολίτευση τον κατήγγειλε, καθώς δεν υπήρχε απαρτία. Ο πρόεδρος της Βουλής «ξαναμέτρησε» τους παρόντες και τους έβγαλε... 103. Η αντιπολίτευση τον κατήγγειλε, η συνεδρίαση διακόπηκε και την άλλη μέρα δημοσιεύτηκε ένα διάταγμα που τερμάτιζε τη σύνοδο!

Εγινε χαμός! Οι διαδηλώσεις αναστάτωναν τη χώρα, οι εφημερίδες μιλούσαν για πραξικόπημα και ο Βούλγαρης συνέχιζε απτόητος! Στις 19 Μαρτίου 1875 άνοιξε τη Βουλή για να δεχτεί δέκα νέους βουλευτές. Πήγαν 82 από τους υπάρχοντες, που σήμαινε πως και πάλι δεν υπήρχε απαρτία. Σα να μη συνέβαινε τίποτα, ο Βούλγαρης έδωσε εντολή να προχωρήσει η διαδικασία της ορκωμοσίας των δέκα νέων.

Οι αντιδράσεις του λαού ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Η καθημερινή Εφημερίς δημοσίευσε τα ονόματα των 82 βουλευτών, χαρακτηρίζοντάς τους Στηλίτες, δηλαδή προδότες που τα ονόματά τους χαράσσονταν σε στήλες, όπως συνηθιζόταν στην αρχαιότητα. Από αυτό, οι ταραχές ονομάστηκαν «στηλιτικά». Συνεχίζονταν έως την ώρα που ο πρεσβευτής στο Παρίσι, Ανδρέας Κουντουριώτης, είχε την έμπνευση να συστήσει στον βασιλιά να ονομάσει πρωθυπουργό τον Χαρίλαο Τρικούπη. Ο 43χρονος, τότε, πολιτικός ζήτησε εγγυήσεις.

Η ώρα της αλήθειας
Στις 27 Απριλίου 1875, ορκίστηκε πρωθυπουργός. Από 18 έως 21 Ιουλίου, έκανε αδιάβλητες εκλογές. Οι φίλοι του κέρδισαν μόλις το 2% των εδρών. Παρ όλα αυτά, ο λόγος του θρόνου, που γράφτηκε από τον ίδιο τον Τρικούπη και διαβάστηκε από τον Γεώργιο στην πανηγυρική συνεδρίαση της Βουλής, στις 11 Αυγούστου 1875 έμεινε ιστορικός: Περιελάμβανε τη δέσμευση του βασιλιά να αναθέτει τον σχηματισμό της κυβέρνησης στο πρόσωπο εκείνο που διέθετε τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των εκλεγμένων βουλευτών. Ανοιγαν νέοι δρόμοι.

Ο Τρικούπης παραιτήθηκε και πρωθυπουργός ορκίστηκε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, που πλειοψήφησε στις εκλογές. Ο Κουμουνδούρος πήρε και τις επόμενες (1879) και ευτύχησε να δει τη Θεσσαλία να προσαρτάται στην Ελλάδα.

Ομως, η γενιά του ανήκε πια στο παρελθόν. Η δεκαετία του 1880 άνοιγε διάπλατα για να δεχτεί μια εντελώς νέα εμπειρία: Τον δικομματισμό, με εκπροσώπους τον Χαρίλαο Τρικούπη και στη συνέχεια τον Γεώργιο Θεοτόκη, από τη μια πλευρά, και τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, από την άλλη.

1944 - 1951



Ο ελληνικός λαός πανηγύρισε την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, δίχως να φαντάζεται τα δεινά που ακολουθούσαν. Οι κατακτητές αποχώρησαν από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 1944, ενώ στην πόλη ακροβολίζονταν τμήματα του ΕΛΑΣ. Στις 14, η πρωτεύουσα μπήκε κάτω από τη στρατιωτική διοίκηση των Αγγλων. Στις 18, κατέφθασε από την Αίγυπτο η κυβέρνηση εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Δεκεμβριανά, άφιξη του Τσόρτσιλ στην Αθήνα, αντιβασιλεία Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, κυβέρνηση Πλαστήρα, συμφωνία της Βάρκιζας κι άλλοι τέσσερις πρωθυπουργοί, που παρήλασαν μέσα σ' έναν χρόνο, έπεισαν το ΚΚΕ ότι «όλα λειτουργούσαν ενάντιά του».

Η κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη ορκίστηκε στις 23 Νοεμβρίου 1945 και προκήρυξε εκλογές για τις 31 Μαρτίου 1946, μέσα σ' ένα κλίμα διχασμού και βιαιοπραγιών εναντίον οπαδών της Αριστεράς και αντιστασιακών του ΕΛΑΣ. Το ΚΚΕ κήρυξε αποχή. Πολύ αργότερα, μια επίθεση ομάδας κομμουνιστών την παραμονή των εκλογών στο Λιτόχωρο, θεωρήθηκε απαρχή του Εμφυλίου. Οταν έγινε, πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, καθώς στις εκλογές η Ενωμένη Παράταξη Εθνικοφρόνων (με κορμό το Λαϊκό Κόμμα του Κ. Τσαλδάρη) πήρε 55,12% και κέρδισε τις 206 από τις 354 έδρες.

Αν υποτεθεί πως οι επιπλέον ψήφοι στο δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου (για την επαναφορά του Γεωργίου Β') ήταν το ποσοστό της αποχής του Μαρτίου, η σύνθεση θα ήταν πολύ διαφορετική. Αντί για παντοκρατορία του Λαϊκού Κόμματος στη Βουλή, θα είχαμε μια κεντροδεξιά ή και κεντροαριστερή κυβέρνηση με μια πιο ήρεμη πορεία προς την ομαλότητα. Θα είχαμε 140 αντί τις 205 έδρες του Λαϊκού κόμματος, 40 αντί τις 68 της ΕΠΕ, 35 αντί τις 48 των Φιλελευθέρων, 15 αντί τις 20 του Ζέρβα και 105 αντί το μηδέν της Αριστεράς. Ο Κ. Τσαλδάρης σχημάτισε την πρώτη μεταπολεμικά εκλεγμένη κυβέρνηση στα μέσα Απριλίου.

Η επιστροφή του παλατιού
Ενα δημοψήφισμα, την 1η Σεπτεμβρίου, ξανάφερε τη μοναρχία στην Ελλάδα, με βασιλιά τον Γεώργιο Β. Εκλογές ξανάγιναν στις 5 Μαρτίου 1950, όταν ο Εμφύλιος ήταν πια παρελθόν με ορθάνοιχτες ακόμα πληγές και το ΚΚΕ στην παρανομία. Βασιλιάς (από την Πρωταπριλιά του 1947) ήταν ο Παύλος, ενώ τα Δωδεκάνησα είχαν γίνει ελληνικά (7 Μαρτίου 1948).

Κανένα από τα δέκα κόμματα που μετείχαν δεν συγκέντρωσε πάνω από 20% (τα έξι, πήραν κάτω από 10%). Ο Σοφοκλής Βενιζέλος πάτησε όλες τις προεκλογικές συμφωνίες με τον Ν. Πλαστήρα και τον Γεώργιο Παπανδρέου και σχημάτισε κυβέρνηση με τους πρώην αντιπάλους, στις 23 του μήνα.

Στις 14 Νοεμβρίου 1950, ένας «σαραντάρης» τάραξε τα νερά στο Λαϊκό Κόμμα: ακριβώς 43 χρόνων, ο βουλευτής Κωνσταντίνος Καραμανλής αμφισβήτησε την αρχηγία του Κ. Τσαλδάρη και έθεσε θέμα νέας ηγεσίας. Απέτυχε και, στις 16 του μήνα, κατέθεσε δήλωση ανεξαρτητοποίησης!

Στον ορίζοντα εμφανίστηκαν δυο νέες πολιτικές δυνάμεις: ο Εθνικός Συναγερμός του Αλέξανδρου Παπάγου και η ΕΔΑ, η οποία στέγασε την Αριστερά. Εκλογές ξανάγιναν στις 9 Σεπτεμβρίου 1951, το Λαϊκό Κόμμα διαλύθηκε, ο Συναγερμός πήρε τη σχετική πλειοψηφία, ο Παπάγος αρνήθηκε την εντολή και σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα, που άντεξε μόλις 13 μήνες (Τα αποτελέσματα: ΕΣ 36,53% και 114 έδρες, ΕΠΕΚ Πλαστήρα 23,49% και 74 έδρες, Φιλελεύθεροι 19,04% και 57 έδρες, ΕΔΑ 10,57% και δέκα έδρες, Λαϊκό 6,66% και δύο έδρες, Αλ. Μπαλτατζής Αγροτικού 1,23% και μία έδρα).

1911- 1924





Η πρώτη κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου απαρτίστηκε από δυναμικά και μετριοπαθή άτομα. Ορκίστηκε στις 6 Οκτωβρίου 1910. Στις 12 δημοσιευόταν το διάταγμα της διάλυσης της Α Αναθεωρητικής Βουλής και της προκήρυξης εκλογών για την ανάδειξη Β Αναθεωρητικής Βουλής. Εγιναν στις 28 Νοεμβρίου 1910.

Οι Φιλελεύθεροι του Ελευθερίου Βενιζέλου κατέλαβαν τις 307 από τις 362 έδρες, ενώ τα παλιά κόμματα είχαν κηρύξει αποχή που δεν πέρασε στα στρώματα των ψηφοφόρων. Η αναθεωρητική Βουλή ξεκίνησε τις εργασίες της στις 8 Ιανουαρίου και περάτωσε το έργο της στις 29 Μαϊου 1911.

Το νέο Σύνταγμα επέβαλλε την υποχρέωση του κράτους να παρέχει τη στοιχειώδη εκπαίδευση στους Ελληνες, μεριμνούσε για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών που θα έπρεπε να μοιραστούν στους ακτήμονες, δημιουργούσε το Συμβούλιο της Επικρατείας, απαγόρευε την ανάμειξη των στρατιωτικών στην πολιτική, καθιέρωνε την πρώτη στην Ελλάδα εργατική νομοθεσία και επέβαλλε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.

Οι σχολιαστές της εποχής σημείωναν: «Ο εκσυγχρονισμός που ξεκίνησε από τον Χαρίλαο Τρικούπη και δεν ευτύχησε επί του άτολμου Θεοτόκη, βρίσκει τώρα τον ιδανικό διεκπεραιωτή του». Οι σοσιαλιστές τον κατηγορούσαν ότι δεν είχε σαφή

ιδεολογική τοποθέτηση, αλλά του αναγνώριζαν ότι ήταν σε θέση αμέσως να πιάνει τον παλμό και τη φορά του κοινωνικού ρεύματος. Ο Ψυχάρης παραπονιόταν ότι δεν έκανε τίποτα για τη δημοτική και μιλούσε στην καθαρεύουσα αλλά ο Βενιζέλος ήταν που καθιέρωσε τη δημοτική ως γλώσσα διδασκαλίας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (που άλλωστε «δημοτικό» ονομάστηκε). Ομως, η ακόμα μικρή Ελλάδα βρισκόταν μπροστά σε νέες προκλήσεις, καθώς τα Βαλκάνια έβραζαν και, με τη μεσολάβηση του τσάρου, είχε δημιουργηθεί ο βουλγαροσερβικός άξονας. Ο Βενιζέλος προχώρησε σε νέες εκλογές. Εγιναν 11 Μαρτίου 1912 και τον ανέδειξαν θριαμβευτή με 146 έδρες σε σύνολο 187.

Διαπραγματεύσεις και παραιτήσεις
Τον Απρίλιο του 1912 η Ελλάδα έπρεπε να βασίζεται μόνο στις προφορικές διαβεβαιώσεις των Σέρβων ότι ίσχυε η πριν από 45 χρόνια μεταξύ τους συνθήκη. Ο Βενιζέλος περισσότερο διαισθανόταν παρά γνώριζε τη στρατιωτική προσέγγιση Σερβίας και Βουλγαρίας. Ζήτησε συμμετοχή στη συμμαχία. Οι Βούλγαροι επέμεναν στη δημιουργία αυτόνομης περιοχής στη Μακεδονία και στο Βιλαέτι της Αδριανούπολης. Ο Βενιζέλος παρέβλεψε τον εκβιασμό και εισηγήθηκε διαφορετικό διακανονισμό: να πάρει κάθε κράτος ό,τι κερδίσει στα πεδία των μαχών!

Οι Βούλγαροι δέχτηκαν αμέσως, καθώς ο Ελληνικός Στρατός είχε αποδείξει την ανικανότητά του στον πόλεμο του 1897. Οι βαλκανικοί πόλεμοι έληξαν αίσια για την Ελλάδα, αλλά, στις 5 Μαρτίου 1913, ο βασιλιάς Γεώργιος δολοφονήθηκε. Τον διαδέχτηκε ο γερμανόφιλος Κωνσταντίνος, με τον οποίο ο Βενιζέλος βρέθηκε πάμπολλες φορές σε αντίθεση.

Η καίρια διαφωνία τους εντοπιζόταν στο αν η Ελλάδα θα έβγαινε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (ξέσπασε τον Ιούλιο του 1914) στο πλάι της Αντάντ, όπως ήθελε ο Βενιζέλος, ή δεν θα μετείχε, όπως επιθυμούσε ο βασιλιάς. Στις 21 Φεβρουαρίου 1915, επέτειο της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων από τον Ελληνικό Στρατό, ο Βενιζέλος παραιτήθηκε. Στις εκλογές της 31ης Μαϊου, οι Φιλελεύθεροι πέτυχαν νέα σαρωτική νίκη, αλλά ο Κωνσταντίνος επέμενε στη φιλογερμανική του ουδετερότητα.

Τα πράγματα οξύνθηκαν, όταν η Βουλγαρία (σύμμαχος των κεντρικών αυτοκρατοριών) κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία (σύμμαχο της Αντάντ και «αφορμή» του πολέμου), στις 19 Σεπτεμβρίου. Ελλάδα και Σερβία δεσμεύονταν με κοινό αμυντικό σύμφωνο απέναντι στη Βουλγαρία. Ο Βενιζέλος επικαλέστηκε τις συμφωνίες. Ο βασιλιάς και πάλι αρνήθηκε.

Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε για δεύτερη φορά μέσα στη χρονιά και απέσυρε το κόμμα του από τις επόμενες εκλογές. Εγιναν 6 Δεκεμβρίου 1915 και οι Γουναρικοί κέρδισαν 230 έδρες, ενώ οι λοιποί αντιβενιζελικοί 102. Είχαν μπει τα θεμέλια του διχασμού, που παγιώθηκε με το χωριστό κράτος της Θεσσαλονίκης.

Το οριστικό «αντίο»
Με την κατάληψη της Αθήνας από τους Γάλλους και την έξωση του Κωνσταντίνου, ο Βενιζέλος ξανάγινε, χωρίς εκλογές, πρωθυπουργός ολόκληρης της χώρας (24 Ιουνίου 1917) και, τον Αύγουστο του 1920, γύρισε από τη Γαλλία με τον χάρτη της συνθήκης των Σεβρών. «Σας φέρνω την Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων», είπε.

«Την θέλομεν μικράν αλλά έντιμον», του απάντησαν. Προχώρησε στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 που πήραν πολιτειακό χαρακτήρα, καθώς είχε πεθάνει ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Οι αντίπαλοί του πήραν τις 260 από τις 370 έδρες, αφού ο ελληνικός λαός δεν του συγχώρησε τις ενέργειες του 1916-17. Εφυγε στο Παρίσι.

Στα επόμενα τρία χρόνια ξαναγύρισε και ξανάφυγε οριστικά ο Κωνσταντίνος, έγινε η μικρασιατική καταστροφή, χάθηκαν η Σμύρνη και η Ανατολική Θράκη κι επήλθε αναπόφευκτη η επανάσταση των Πλαστήρα - Γονατά. Ο Βενιζέλος ανακλήθηκε κι ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις, που οδήγησαν στη Συνθήκη της Λοζάνης. Οι επόμενες εκλογές ήταν στις 16 Δεκεμβρίου 1923. Κέρδισε τις 250 από τις 397 έδρες. Ομως, στην αντιπολίτευση δεν υπήρχαν πια φιλοβασιλικοί, αλλά οι οπαδοί της αβασίλευτης Δημοκρατίας. Αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να επιβάλει την αναθεωρητική συνέλευση. Τα σφάλματα του βασιλιά και η τραγωδία που επέφεραν είχαν αλλάξει το κλίμα.

Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ήταν το νέο ανερχόμενο αστέρι της δημοκρατικής παράταξης. Μη μπορώντας να επιβάλει τις απόψεις του, ο Βενιζέλος παραιτήθηκε τον Φλεβάρη του 1924 και ξανάφυγε στο εξωτερικό, δηλώνοντας ότι εγκαταλείπει την πολιτική. Χωρίς αυτόν, η Ελλάδα προχώρησε στη θέσπιση της πρώτης Δημοκρατίας με πρώτο πρόεδρο τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη (άνοιξη 1924).

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Υπεράριθμοι πρωθυπουργοί


Ο σύντροφος του Νικόλαου Πλαστήρα στην επανάσταση του 22, συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 27 Νοεμβρίου 1922, πραγματοποιώντας ένα απίστευτο ρεκόρ: Εγινε ο έβδομος στην Ελλάδα πρωθυπουργός που γνώρισε η ζοφερή εκείνη χρονιά (το προηγούμενο ρεκόρ κατείχε το 1863 με έξι πρωθυπουργούς).

Το 1922 βρήκε τη χώρα με πρωθυπουργό τον άλλοτε «Ιάπωνα» και πια φανατικό αντιβενιζελικό Δημήτριο Γούναρη. Με τον Ελευθέριο Βενιζέλο αυτοεξόριστο στο Παρίσι, μετά την πανωλεθρία των Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1920.

Τα πράγματα στη Μικρασία δεν πήγαιναν καλά και η κυβέρνηση ανατράπηκε τον Φεβρουάριο. Ανασχηματίστηκε και συνέχισε να κυβερνά με (δεύτερο εκείνη τη χρονιά) πρωθυπουργό τον μπροστάρη του αντιβενιζελισμού, Νικόλαο Στράτο. Τον Μάιο κι αυτός ανατράπηκε.

Τρίτος πρωθυπουργός ορκίστηκε ο επίσης άλλοτε «Ιάπωνας» και πια φανατικός αντιβενιζελικός, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης. Η μικρασιατική καταστροφή, τον Αύγουστο, τον παρέσυρε κι αυτόν.

Τέταρτος πρωθυπουργός ανέλαβε ο Νικόλαος Τριανταφυλλάκος, έως τότε ύπατος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη. Εμεινε στη θέση αυτή μόλις λίγες μέρες, καθώς στις 10 Σεπτεμβρίου ξέσπασε η επανάσταση των Πλαστήρα - Γονατά που επικράτησε αμέσως. Ο Τριανταφυλλάκος παραιτήθηκε και συνέστησε στον βασιλιά Κωνσταντίνο να πράξει το ίδιο. Εκείνος προσπάθησε να στήσει «βασιλοκομμουνιστική» κυβέρνηση υπό τον Ιωάννη Μεταξά, απέτυχε, παραιτήθηκε και έφυγε από τη χώρα.

Πέμπτος πρωθυπουργός ανέλαβε για λίγες μέρες ο Α. Χαραλάμπης. Παραιτήθηκε κι αυτός, όταν, στις 17 Σεπτεμβρίου, ορκίστηκε εγκεκριμένη από τους επαναστάτες κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον μετριοπαθή βενιζελικό πολιτικό Σωτήριο Κροκιδά (έκτο στη σειρά). Προσπάθησε να ματαιώσει την εκτέλεση των έξι που κρίθηκαν υπαίτιοι της Μικρασιατικής καταστροφής (ανάμεσά τους και οι τρεις πρώτοι πρωθυπουργοί της χρονιάς αυτής, Γούναρης, Στράτος, Πρωτοπαπαδάκης). Η θανάτωσή τους στις 15 Νοεμβρίου τον οδήγησε σε παραίτηση.

Στις 27 Νοεμβρίου, πρωθυπουργός ανέλαβε ο Στυλιανός Γονατάς. Εμεινε στη θέση αυτή έως τον Ιανουάριο του 1924, οπότε παρέδωσε στον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Επτά πρωθυπουργίες είχαμε και το 1865 αλλά τη χρονιά εκείνη δύο άνδρες ορκίστηκαν από δύο φορές καθένας: Κ. Κανάρης, Α. Κουμουνδούρος, Ε. Δεληγιώργης, Δ. Βούλγαρης, Α. Κουμουνδούρος, Ε. Δεληγιώργης και Β. Ρούφος. Ηταν η χρονιά που εφαρμόστηκε πρώτη φορά η συνταγματική βασιλεία (Σύνταγμα 1864). Υπήρξαν τρεις χρονιές, που γνώρισαν από έξι πρωθυπουργούς:

Η πρώτη ήταν το 1863 με πρωθυπουργούς τους Δ. Βούλγαρη, Α. Μωραϊτίνη, Κ. Ζ. Βάλβη, Δ. Κυριακό, Β. Ρούφο και ξανά Δ. Βούλγαρη. Ηταν η χρονιά της εκλογής ως βασιλιά των Ελλήνων και της εδώ άφιξης του Γεώργιου A.
Η δεύτερη ήταν το 1924, όταν ο Στυλιανός Γονατάς παρέδωσε στον εκλεγμένο Ελευθέριο Βενιζέλο που σύντομα παραιτήθηκε. Τρίτος ορκίστηκε ο Γεώργιος Καφαντάρης, τέταρτος ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, πέμπτος ο Θεμιστοκλής Σοφούλης και έκτος ο Α. Μιχαλακόπουλος. Ηταν η χρονιά της πρώτης έκπτωσης της δυναστείας των Γλίξμπουργκ, με την εγκαθίδρυση Δημοκρατίας.
Η τρίτη ήταν το 1945: Ξεκίνησε με τον Γεώργιο Παπανδρέου και συνεχίστηκε με τον Νικόλαο Πλαστήρα που προχώρησε στη συμφωνία της Βάρκιζας. Ακολούθησαν ο Πέτρος Βούλγαρης, ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός (ως αντιβασιλέας), ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Θεμιστοκλής Σοφούλης. Ηταν η χρονιά που οδήγησε στην έκρηξη του εμφύλιου πολέμου.
Δύο χρονιές γνώρισαν από πέντε πρωθυπουργούς:

Η πρώτη το 1915 με τους Ελευθέριο Βενιζέλο, Δημήτριο Γούναρη, πάλι Βενιζέλο, Αλέξανδρο Ζαϊμη και Σ. Σκουλούδη. Ηταν η χρονιά που άρχισε ο διχασμός.
Η δεύτερη ήταν το 1950 με τους Α. Διομήδη, Ι. Θεοτόκη, Σοφοκλή Βενιζέλο, Ν. Πλαστήρα και πάλι Σ. Βενιζέλο. Ηταν η χρονιά κατά την οποία έπαψε να ισχύει ο στρατιωτικός νόμος που είχε επιβληθεί εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου.
Τέσσερις χρονιές γνώρισαν από τέσσερις πρωθυπουργούς, οι δύο με το ίδιο πρόσωπο να αναλαμβάνει δύο φορές (Κουμουνδούρος, Δεληγιώργης, Κουμουνδούρος, Κανάρης το 1877, Θ. Δηλιγιάννης, Γ. Θεοτόκης, Δ. Ράλλης και ξανά Γ. Θεοτόκης το 1903).

Τέσσερα διαφορετικά πρόσωπα στην πρωθυπουργία την ίδια χρονιά είχαμε το 1965 με την αποστασία και το 1967 με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών:

Το 1965 ξεκίνησε με πρωθυπουργό τον λαοπρόβλητο Γεώργιο Παπανδρέου που ο τότε βασιλιάς κατάργησε στις 15 Ιουλίου. Την ίδια μέρα, ορκίστηκε ο Γεώργιος Αθανασιάδης Νόβας που καταψηφίστηκε στις 4 Αυγούστου. Νέος ανέλαβε ο Ηλίας Τσιριμώκος που, επίσης, καταψηφίστηκε αλλά με λιγότερους αντίθετους. Η σαλαμοποίηση της Ενωσης Κέντρου συνεχίστηκε με μοχλό τον Κώστα Μητσοτάκη και τέταρτο πρωθυπουργό τον Στέφανο Στεφανόπουλο που πήρε ψήφο εμπιστοσύνης και έβγαλε τη χρονιά.
Το 1967 μπήκε με υπηρεσιακό πρωθυπουργό τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο. Την 1η Απριλίου, τον ανέτρεψε η ΕΡΕ και πρωθυπουργός ανέλαβε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Οι πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου εγκατέστησαν πρωθυπουργό τον Κ. Κόλλια (βασιλικό εκπρόσωπο στη χούντα). Τον ανέτρεψαν στις 13 Δεκεμβρίου, με το αποτυχημένο βασιλικό αντιπραξικόπημα, και πρωθυπουργός ανέλαβε ο ίδιος ο αρχιπραξικοπηματίας Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Πάμπολλες ήταν οι περιπτώσεις που η Ελλάδα γνώρισε τρεις πρωθυπουργούς την ίδια χρονιά.

Πρώτη φορά ήταν το 1854, όταν ο βασιλιάς Οθωνας έσυρε την Ελλάδα σε περιπέτειες με αφορμή τον Κριμαϊκό πόλεμο. Παρέλασαν τότε στην πρωθυπουργική καρέκλα οι Αντώνιος Κριεζής (πρωθυπουργός από το 1849), Κωνσταντίνος Κανάρης (υπουργός Ναυτικών ως τότε) και αμέσως μετά Γεώργιος Μαυροκορδάτος.
Τελευταία φορά ήταν το «βρώμικο 89», όταν τον Ανδρέα Παπανδρέου διαδέχτηκε η συγκυβέρνηση Τζαννή Τζαννετάκη που παρέδωσε στην οικουμενική υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα.

1924 - 1936



Με μοχλό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, στα 1924, η Ελλάδα ανακηρύχθηκε δημοκρατία. Από αντιβασιλιάς, ο Παύλος Κουντουριώτης μετονομάστηκε σε προσωρινό πρόεδρο και παρακλήθηκε να μείνει στο πόστο αυτό, ώσπου να γίνουν οι εκλογές για την ανάδειξη τακτικού προέδρου. Ηταν άνοιξη του 1924. Τον Ιούνιο του 1925, οι εκλογές δεν είχαν γίνει ακόμα. Στις 26 του μήνα, ο Θεόδωρος Πάγκαλος ανέτρεψε την κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου και εγκατέστησε δικτατορία, αλλά ο Παύλος Κουντουριώτης εξακολουθούσε να ασκεί τα προεδρικά του καθήκοντα.

Η εθνοσυνέλευση δεν είχε λόγο να μη συνεδριάζει (το νέο σύνταγμα ψηφίστηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1925). Η Βουλή συνέχιζε να λειτουργεί. Ομως, στις 4 Ιανουαρίου 1926, ο Θεόδωρος Πάγκαλος βαρέθηκε να κυβερνά «κοινοβουλευτικά», διέλυσε τη Βουλή και κήρυξε δικτατορία κανονική. Διαμαρτυρόμενος, ο Παύλος Κουντουριώτης παραιτήθηκε από Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Ο Πάγκαλος προκήρυξε προεδρικές εκλογές για τις 4 Απριλίου 1926, βάζοντας υποψηφιότητα ο ίδιος. Χωρίς αντίπαλο εκλέχτηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στις 7 Αυγούστου 1927 και ενώ βρισκόταν διακοπές στις Σπέτσες, ένα κίνημα οργανωμένο από τον υποστράτηγο Γεώργιο Κονδύλη τον γκρέμισε. Ο τελευταίος αποκατέστησε τον Κουντουριώτη στην Προεδρία της Δημοκρατίας, έθεσε το νέο σύνταγμα σε ισχύ, προκήρυξε εκλογές και παρέδωσε την εξουσία στον Αλέξανδρο Ζαϊμη, πρωθυπουργό οικουμενικής κυβέρνησης (Δεκέμβριος 1926).

Το «βαρύ πυροβολικό»
Η Ελληνική Δημοκρατία πελαγοδρομούσε, όταν, στα 1928, κάποιοι εντόπισαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο να κάνει διακοπές στην Κρήτη και τον έπεισαν να επανέλθει στην πολιτική. Ηγέτης των Φιλελευθέρων, εξάλλου, ποτέ δεν είχε πάψει να είναι. Προκήρυξε εκλογές για τις 19 Αυγούστου με πλειοψηφικό και έβγαλε μιαν ασύλληπτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία: 178 έδρες έναντι 72 όλων των άλλων (εννέα) κομμάτων (από αυτούς 19 ήταν του Λαϊκού Κόμματος, 20 της Δημοκρατικής Ενωσης και πέντε της Προοδευτικής Ενωσης, ενώ οι Ελευθερόφρονες του Ιωάννη Μεταξά έβγαλαν έναν).

Στα 1929, ο Κουντουριώτης εκλέχτηκε κανονικός Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο Βενιζέλος κυβέρνησε απερίσπαστος έως το 1932, οπότε ξανάκανε εκλογές. Πήρε 98 έδρες σε σύνολο 250, ενώ το Λαϊκό Κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη κέρδισε 95. Τα μικρά κόμματα έδωσαν την πρωθυπουργία στον Π. Τσαλδάρη, αλλά τον ανέτρεψαν δύο μήνες μετά, στις αρχές του 1933. Ο Βενιζέλος ξανάγινε πρωθυπουργός, προκήρυξε εκλογές για τις 5 Μαρτίου, τις έχασε, γλίτωσε από μια απόπειρα δολοφονίας, προσπέρασε ένα κίνημα του Πλαστήρα και είδε τον νικητή των εκλογών (με σχετική πλειοψηφία 118 εδρών στις 248) Π. Τσαλδάρη να γίνεται πρωθυπουργός.

Ολα αυτά όξυναν τα πνεύματα. Η εποχή του διχασμού ξαναγύριζε απειλητική: ο Τσαλδάρης κυβέρνησε έως το 1935, οπότε προκήρυξε εκλογές. Ο Βενιζέλος και οι φιλελεύθεροι κήρυξαν αποχή. Ο συνασπισμός του Λαϊκού με το μικρό ριζοσπαστικό κόμμα σάρωσαν παίρνοντας 287 από τις 300 έδρες, ενώ, την ίδια μέρα, στη Θεσσαλονίκη ξέσπασε φιλοβενιζελικό κίνημα που απέτυχε. Ο Κονδύλης, που κλήθηκε να αναλάβει προσωρινά την πρωθυπουργία, δήλωσε για τον Βενιζέλο:

«Επρεπε να ξέρει πως όλες οι μέρες του χρόνου προσφέρονται για να κάνεις κίνημα, εκτός από μία: τη νύχτα των εκλογών». Η μοναρχία παλινορθώθηκε, ενώ ο Βενιζέλος κατέφυγε στην Ιταλία και από κει στο Παρίσι, όπου πέθανε στις 18 Μαρτίου 1936. Στις 4 Αυγούστου, ο Ιωάννης Μεταξάς επέβαλε φασιστική δικτατορία. Θα χρειαζόταν να περάσουν δέκα χρόνια ώσπου να ξαναγίνουν εκλογές στην Ελλάδα.

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ 1944



1844 Η ΠΡΩΤΗ ΒΟΥΛΗ

Χρειάστηκε να περάσει κοντά ένα τέταρτο του αιώνα (για την ακρίβεια, 23 χρόνια) από την Επανάσταση του 21, ώσπου οι Ελληνες ν αποκτήσουν το δικαίωμα να εκλέγουν τους εκπροσώπους τους στη Βουλή. Και όταν, το 1844, το απέκτησαν, το ευχαριστήθηκαν: Στις πρώτες εκλογές ψήφιζαν επί έξι ολόκληρους μήνες!

Η Εθνοσυνέλευση που προέκυψε μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, είχε να επιτελέσει δύο αποστολές: Δημιούργησε τον πρώτο καταστατικό χάρτη της Ελλάδας (συνταγματική βασιλεία) και, στις 18 Μαρτίου 1844, ψήφισε τον πρώτο εκλογικό νόμο της χώρας. Συμβολικά δημοσιεύτηκε στις 25 Μαρτίου και, παρά τα φολκλορικά του στοιχεία, ήταν ο πιο προοδευτικός στον κόσμο, εως την ώρα εκείνη. Οι εκλογές έπρεπε να διεξαχθούν σε οχτώ μέρες. Το πρόβλημα ήταν ότι ο νόμος δεν ξεκαθάριζε αν αυτές οι οχτώ μέρες έπρεπε να είναι κοινές για όλη τη χώρα ή όχι. Με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η εκλογική διαδικασία τον Απρίλιο του 1844 και τον Σεπτέμβριο να συνεχίζεται ακόμα σε ορισμένες περιοχές.

Οι τρεις μονομάχοι
Η διάλυση της Εθνοσυνέλευσης βρήκε την Ελλάδα με τρία κόμματα: το γαλλικό με αρχηγό τον Ιωάννη Κωλέττη, το αγγλικό με αρχηγό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και το ρωσικό με αρχηγό τον Ανδρέα Μεταξά. Το γαλλικό κόμμα προέβαλλε τον άκρατο εθνικισμό, ενώ το αγγλικό τη μετριοπάθεια και τον εγγλέζικου τύπου κοινοβουλευτισμό. Το ρωσικό είχε σημαία την επικράτηση της Ορθοδοξίας (και άρα ήταν εναντίον του μη ορθόδοξου Οθωνα) και την κατοχύρωση των δημοκρατικών ελευθεριών του λαού. Λεγόταν και κόμμα των Ναπαίων, από το όνομα κάποιου, θηριώδους Κερκυραίου ρωσόφιλου, Νάπα.

Ο Οθων ήθελε μια εκλογική κυβέρνηση συνασπισμού με τους Μαυροκορδάτο - Κωλέττη, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε να μετάσχει, για να μπορεί να κινείται πιο ελεύθερα. Ετσι, στις 30 Μαρτίου 1844, ορκίστηκε μονοκομματική κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, που προκήρυξε τις εκλογές.

Αυτά που ακολούθησαν ελάχιστα έχουν να κάνουν με τις δημοκρατικές διαδικασίες όπως σήμερα τις εννοούμε. Ο Κωλέττης συμμάχησε με τους στρατιωτικούς, που ήξεραν πώς να «πείθουν» τον λαό. Και όπου δεν μπορούσαν να τον πείσουν, σήκωναν επαναστατική σημαία. Με πρώτο τον Θεόδωρο Γρίβα που, τέλη Απριλίου, σήμανε εξέγερση στην Ακαρνανία. Ο Μαυροκορδάτος έστειλε τον στρατό, μεσολάβησε ο Γάλλος πρεσβευτής Πισκατόρι, ένα πλοίο έφερε τον Γρίβα στον Πειραιά, ο καπετάνιος αρνήθηκε να τον παραδώσει, το πλοίο σαλπάρισε και τον έβγαλε στην Αλεξάνδρεια, όπου του έγινε υποδοχή ήρωα.

Μέσα Μαϊου, Τζαννετάκηδες και Μαυρομιχάληδες αρπάχτηκαν στη Μάνη, αλλά τα βρήκαν πριν να φτάσει ο στρατός. Από τις αρχές Ιουνίου, οι ρωσόφιλοι ξεκίνησαν διαδηλώσεις και ταραχές εναντίον (φανταστικών και μη) αόρατων συνωμοτών, ενώ οι ίδιοι δημιουργούσαν μυστικές οργανώσεις και όπου χρειαζόταν συμμαχούσαν με τους γαλλόφιλους. Κωλέττης και Μεταξάς υπονόμευαν συστηματικά τον Μαυροκορδάτο, στο παιχνίδι μπήκε και ο Οθων, ενώ η αγγλική πρεσβεία άφησε ακάλυπτο τον εκλεκτό της. Τέλη Ιουλίου, ένα σκάνδαλο έδωσε τη χαριστική βολή στον Μαυροκορδάτο, καθώς δημοσιεύτηκε μια επιστολή του Ανδρέα Λόντου προς κάποιον στην Πάτρα, που έδινε οδηγίες για το πώς να πεισθούν οι ψηφοφόροι να τον προτιμήσουν. Στις 6 Αυγούστου, ο Μαυροκορδάτος παραιτήθηκε. Την ίδια μέρα ορκίστηκε ο Κωλέττης και όρισε υπουργό Στρατιωτικών τον ρωσόφιλο Κίτσο Τζαβέλλα, που ανέλαβε δράση.

Στις περισσότερες περιοχές οι εκλογές έγιναν Μάιο και Ιούνιο. Στην Αθήνα, έπειτα από πολλές αναβολές, ξεκίνησαν τέλη Ιουλίου και ολοκληρώθηκαν αρχές Αυγούστου. Χάρη κυρίως στην επαρχία, ο Μαυροκορδάτος είχε εκλέξει 52 βουλευτές σε ένα σύνολο 127 εδρών. Ο Κωλέττης, έως την ώρα που ορκίστηκε, είχε μια μικρή μειοψηφία. Από τη στιγμή που ανέλαβε πρωθυπουργός, η δύναμή του ανέβαινε συνεχώς στις υπολειπόμενες περιφέρειες. Παρ όλ αυτά, όταν στα τέλη Αυγούστου συνήλθε η Βουλή, ενώ οι εκλογές συνεχίζονταν, το γαλλικό κόμμα εξακολουθούσε να είναι μειοψηφία. Μέσα στη Βουλή συμμάχησε με το ρωσικό. Αρχισε ο «έλεγχος» των εκλεγμένων.

Νοθεία με... σφραγίδα
Ο νόμος όριζε ότι μετά την ολοκλήρωση της κάθε ψηφοφορίας οι κάλπες έπρεπε να σφραγιστούν και να μεταφερθούν στις πρωτεύουσες των νομών για καταμέτρηση. Το πώς έφταναν στον προορισμό τους το περιέγραψε ο Μακεδόνας δημοσιογράφος και συγγραφέας Νικόλαος Δραγούμης. Συνοπτικά: Οι κάλπες έφταναν στον τόπο της καταμέτρησης με σπασμένα σανίδια ή λιμαρισμένες τις σφραγίδες, ενώ, σε πολλές περιπτώσεις, οι ψήφοι μεταφέρονταν σε «σαπουνοσακούλες».

Στη Βουλή, όταν ο «εκλεγμένος» με ψηφοδέλτια που προέρχονταν από τέτοιες κάλπες ήταν κωλεττικός, σηκωνόταν κάποιος και εξηγούσε ότι το σπάσιμο των σανιδιών οφειλόταν στον νόμο της συστολής των στερεών σωμάτων, η λιμαρισμένη σφραγίδα ήταν απλώς τυχαία σπασμένη κατά τη μεταφορά, η «σαπουνοσακούλα» ήταν κάλπη και ο κακοποιός που έκανε την καταμέτρηση είχε τον σεβασμό και την εκτίμηση των κατοίκων της περιοχής του.

Στις περιπτώσεις των μαυροκορδατικών, όμως, αρκούσε μια γρατσουνιά στην κάλπη για να ξεσπάσει θύελλα καταγγελιών ότι είχαν να κάνουν με καραμπινάτη περίπτωση νοθείας! Δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσο αντικειμενικός ήταν ο Δραγούμης που είχε διατελέσει γραμματέας του μισητού στους Γάλλους Καποδίστρια. Το βέβαιο είναι πως ο Μαυροκορδάτος (από τους 52 που εξέλεξε) έμεινε με δώδεκα βουλευτές, ενώ η δική του εκλογή ακυρώθηκε έξι φορές, ώσπου να επικυρωθεί μια έβδομη!

Η πρώτη, έστω και με τέτοιον τρόπο, εκλεγμένη Βουλή των Ελλήνων, λοιπόν, συγκροτήθηκε σε σώμα και συνεδρίασε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1845. Πρώτος, έστω και έτσι, εκλεγμένος πρωθυπουργός ο Ιωάννης Κωλέττης, που εξάντλησε την τριετία, κέρδισε και τις επόμενες εκλογές (1847) με συντριπτική πλειοψηφία, αλλά αμέσως μετά πέθανε από νεφρίτιδα, σε ηλικία 73 χρόνων.

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Συνταγματικές αρρυθμίες





Η προσπάθεια για να αποκτήσει η Ελλάδα σύνταγμα ήταν μία αρκετά βασανιστική υπόθεση: Οι διεργασίες ξεκίνησαν με την πρώτη Εθνοσυνέλευση, τον Δεκέμβριο του 1821, όταν ψηφίστηκε το «προσωρινό πολίτευμα της Επιδαύρου».

Αρκετά προοδευτικό για την εποχή του, ευθύς εξαρχής καθιέρωσε τρεις εξουσίες: Τη νομοθετική που θα ασκούσε το Βουλευτικό (μία βουλή με εβδομήντα βουλευτές), την εκτελεστική που θα ασκούσε το Νομοτελεστικό (μία πενταμελής κυβέρνηση, που θα εκλεγόταν από τη βουλή) και τη δικαστική. Βουλευτικό και νομοτελεστικό θα εκλέγονταν κάθε χρόνο.

Από εκεί κι έπειτα, άρχισαν οι περιπέτειες. Ως τα 1827, οπότε κυβερνήτης εκλέχτηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας που δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη το σύνταγμα και τους οπαδούς του. Μετά, οι μεγάλες δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία) απεφάνθησαν ότι οι Ελληνες δεν ήταν απαραίτητο να κυβερνώνται με συντάγματα και συναφείς πειραματισμούς.

Στο πρωτόκολλο του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830), με το οποίο αναγνωριζόταν η ελληνική ανεξαρτησία, οριζόταν ότι η Ελλάδα θα έχει κληρονομική μοναρχία. Και σε μια προκήρυξη προς τους Ελληνες αναφερόταν πολύ φλου ότι θα έπρεπε να βοηθηθεί ο Οθωνας κάποια στιγμή να στοιχειοθετήσει σύνταγμα. Κι επειδή ούτε ο ίδιος ο Οθωνας είχε διάθεση να το παραχωρήσει, εκδηλώθηκε η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου.

Υπό την απειλή των κανονιών του λοχαγού Σχινά που σημάδευε τα ανάκτορα, ο βασιλιάς υποχρεώθηκε να δεχτεί τη θέσπιση καταστατικού χάρτη της χώρας. Το πρώτο σύνταγμα ψηφίστηκε τον Μάρτιο του 1844. Πολίτευμα: Συνταγματική μοναρχία στα χαρτιά, μοναρχικός ετσιθελισμός στην πράξη.

Η γενική κατακραυγή οδήγησε σε νέα επανάσταση που αποτέλεσμα είχε την έξωση του Οθωνα, τον Οκτώβριο του 1862. Αμέσως μετά, μια Εθνοσυνέλευση προχώρησε σε δημοψήφισμα, με το οποίο οι Ελληνες κλήθηκαν να διαλέξουν ποιον θέλουν βασιλιά τους. Ψήφισαν τον πρίγκιπα Αλφρέδο, δευτορότοκο γιο της βασίλισσας Βικτορίας της Βρετανίας. Ο πρίγκιπας δεν αποδέχτηκε την τιμή μια και προοριζόταν για άλλο ελληνικό βασίλειο (το «Ιονίου και Θεσσαλίας - Ηπείρου»), που όμως ποτέ δεν δημιουργήθηκε. Μια τριμελής επιτροπή ανέλαβε να διερευνήσει τις προθέσεις των μεγάλων και κατέληξε στον πρίγκιπα Γεώργιο Γλίξμπουργκ, δευτερότοκο γιο του βασιλιά της Δανίας.

Ηρθε το 1863. Στα 1864, ορκίστηκε στο νέο σύνταγμα που προέβλεπε βασιλευόμενη δημοκρατία, με τον βασιλιά να μπορεί να διορίσει πρωθυπουργό όποιον αυτός ήθελε. Στις 11 Αυγούστου 1875, χωρίς να υπάρχει συνταγματική τροποποίηση, χάρη στον Χαρίλαο Τρικούπη, ο Γεώργιος αναγνώρισε την «αρχή της δεδηλωμένης»: Στο εξής, κάθε κυβέρνηση έπρεπε να έχει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής.

Τα κοινοβουλευτικά χρόνια

Στα 1911, η αναθεώρηση του συντάγματος από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, κατοχύρωσε αυτή την «αρχή», περιλαμβάνοντας και μερικές ακόμα προοδευτικές διατάξεις.
Την άνοιξη του 1924, ένα δημοψήφισμα (με αποχή των φιλοβασιλικών) αποδέχτηκε την έκπτωση της δυναστείας και την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας. Συνακόλουθα, η Ελλάδα απέκτησε σύνταγμα προεδρευόμενης Δημοκρατίας.
Στις 3 Νοεμβρίου 1935, νέο δημοψήφισμα είπε «ναι» στην παλινόρθωση της μοναρχίας και στην επαναφορά του Γεωργίου Β στον θρόνο. Μαζί του, επανήλθε και το σύνταγμα της βασιλευόμενης Δημοκρατίας.
Στα 1936, με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά, ανεστάλη η ισχύς του συντάγματος. Ακολούθησε η κατοχή (1941-1944) και η μετέπειτα ανώμαλη κατάσταση που «έληξε» με το δημοψήφισμα του 1946, το οποίο επανέφερε τη βασιλεία.

Στα 1952, με τη νέα αναθεώρηση του συντάγματος, προβλέφθηκε ρητά κοινοβουλευτικό σύστημα με ανώτατο άρχοντα τον βασιλιά. Παρ όλα αυτά, το παλάτι επενέβαινε καθοριστικά στα πολιτικά πράγματα: Το 1955, ανέσυρε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον έχρισε πρωθυπουργό. Το 1965, έπαψε τον Γεώργιο Παπανδρέου από πρωθυπουργό και σαλαμοποίησε την Ενωση Κέντρου, με μοχλό τον Κώστα Μητσοτάκη.
Στα 1967, η χούντα κατάργησε το σύνταγμα και επέβαλε δικτατορία. Στα 1973, κατάργησε και τη βασιλεία. Στις 29 Ιουλίου εκείνης της χρονιάς, ένα ψευτοδημοψήφισμα της χούντας έδωσε 78,4% «ναι» στην έκπτωση της μοναρχίας και του Κωνσταντίνου Γλίξμπουργκ, με ταυτόχρονη «ανάθεση» της προεδρίας της Δημοκρατίας στον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο (με αντιπρόεδρο τον Οδυσσέα Αγγελή) και 21,6% «όχι» σε όλα αυτά.
Η χούντα κατέρρευσε στα 1974, όταν «πρόεδρος της Δημοκρατίας» ήταν ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης. Μετονομάστηκε σε προσωρινό πρόεδρο, ενώ επανήλθε σε ισχύ το σύνταγμα του 1952, με τις διατάξεις για το καθεστώς διακυβέρνησης της χώρας σε αναστολή.
Προεδρευόμενη Δημοκρατία
Ακολούθησε το μοναδικό στα ελληνικά χρονικά τυπικά και ουσιαστικά έγκυρο δημοψήφισμα που έγινε στις 8 Δεκεμβρίου 1974: Με τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση της χώρας να τηρούν αυστηρή ουδετερότητα και με τους εκπροσώπους των δύο τάσεων να μετέχουν ισότιμα στην επιχειρηματολογική αντιπαράθεση.

Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ νομιμοποίησε προκαταβολικά το αποτέλεσμα, μετέχοντας στην «προεκλογική» περίοδο με δύο προσωπικές τηλεοπτικές εμφανίσεις - μηνύματα προς τον ελληνικό λαό. Το αποτέλεσμα ήταν οριστικό: «Ναι» στην προεδρευόμενη Δημοκρατία 69,18% - «Οχι» 30,82%.

Το νέο σύνταγμα (1975) καθιέρωσε την προεδρευόμενη Δημοκρατία με τον πρόεδρο να έχει κάμποσες εξουσίες στα χέρια του. Δέκα χρόνια αργότερα, στα 1985, το σύνταγμα αναθεωρήθηκε, με όλες τις εξουσίες να αφαιρούνται από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και να παραχωρούνται στον πρόεδρο της κυβέρνησης.

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Κάλπες και ανάδειξη ηγετών


Πρωθυπουργοί πολυνίκες
Στα 166 χρόνια εκλογικών αναμετρήσεων (1844-2010), η χώρα γνώρισε συνολικά 82 πρωθυπουργούς. Από αυτούς, με πρώτον τον Ιωάννη Κωλέττη και πιο πρόσφατο τον Γιώργο Παπανδρέου, 30 άνδρες είχαν την τιμή να εκλεγούν από τον ελληνικό λαό. Πολλοί από αυτούς είχαν τη χαρά να πανηγυρίσουν περισσότερες από μία εκλογικές νίκες. Μοναχά επτά, όμως, μπόρεσαν να πείσουν τον ελληνικό λαό να τους ψηφίσει από τρεις φορές και πάνω.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατέχει το μεγαλύτερο και αξεπέραστο ρεκόρ: κέρδισε την ψήφο του λαού σε έξι εκλογικές αναμετρήσεις, από το 1910 ως το 1933. Ακολουθεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με πέντε εκλογικές νίκες για την κατάκτηση της πρωθυπουργίας, την οποία εγκατέλειψε για να συνεχίσει ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θέση στην οποία το ελληνικό Κοινοβούλιο τον εξέλεξε δύο φορές.

Δύο άνδρες ισοψηφούν στην τρίτη θέση με τέσσερις νίκες σε ισάριθμες εκλογικές αναμετρήσεις: είναι ο Δημήτριος Βούλγαρης και ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και ο Χαρίλαος Τρικούπης κέρδισαν από τρεις φορές την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού, νικώντας σε ισάριθμες εκλογικές αναμετρήσεις.

Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος είναι ο πολιτικός που ορκίστηκε πρωθυπουργός τις περισσότερες φορές, συνολικά δέκα, από τις οποίες οι δύο την ίδια χρονιά. Ομως, μόνον οι τρεις ήταν με την ψήφο του λαού. Ακολουθεί ο Δημήτριος Βούλγαρης με οκτώ θητείες, από τις οποίες οι μισές με την ψήφο του λαού.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Χαρίλαος Τρικούπης ορκίστηκαν πρωθυπουργοί από επτά φορές ο καθένας (και οι δύο, μία φορά χωρίς την ψήφο του λαού).

Πάντως, ο Ελευθέριος Βενιζέλος προπολεμικά και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μεταπολεμικά είναι οι δύο πρωταθλητές της πολιτικής ζωής του τόπου. Και οι δύο ξεπέρασαν τα 14 χρόνια συνολικής άσκησης της πρωθυπουργίας, με τον Ελευθέριο Βενιζέλο να έχει ξεπεράσει κατά λίγες ημέρες τα 14,5 και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να υπολείπεται μερικά εικοσιτετράωρα.

Πίσω τους έρχεται ο Χαρίλαος Τρικούπης με περίπου 13 χρόνια στην πρωθυπουργική καρέκλα, ενώ τον ακολουθούν, με έντεκα χρόνια, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Στην έκτη θέση, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης έμεινε πρωθυπουργός συνολικά εννέα χρόνια.

«Αιώνιοι» ηγέτες
Οπωσδήποτε, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατέχει ένα αξεπέραστο ρεκόρ, που δύσκολα στο μέλλον μπορεί να καταρριφθεί: από τη μέρα που ορκίστηκε για πρώτη φορά πρωθυπουργός (5/10/1955) ως τη στιγμή που παραιτήθηκε για τελευταία φορά, το 1980 για να αναλάβει την Προεδρία της Δημοκρατίας, κύλησαν περίπου 25 χρόνια. Είναι ο Μαθουσάλας της πολιτικής ζωής του τόπου, καθώς πρέπει να προσθέσουμε και τα 15 χρόνια από την πρώτη ορκωμοσία του ως Προέδρου της Δημοκρατίας έως την άνοιξη του 1995, οπότε έληξε η δεύτερη θητεία του. Είναι ο μοναδικός ηγέτης του τόπου, που κυριάρχησε στην πολιτική ζωή επί σαράντα χρόνια.

Δεύτερος Μαθουσάλας της πολιτικής μας ζωής είναι ο Α. Ζαϊμης, που απασχόλησε τα κοινά του τόπου επί 32 χρόνια αλλά μονάχα μία φορά εκλέχτηκε από τον ελληνικό λαό πρωθυπουργός: το 1926, που ήταν και η τελευταία του θητεία, αν και πρωθυπουργός ορκίστηκε συνολικά έξι φορές.

Οι επόμενοι απέχουν πολύ:

  • Ο Δ. Ράλλης κάλυψε 24 χρόνια, από τη μέρα που πρωτοορκίστηκε πρωθυπουργός ως την ύστατη της τελευταίας του θητείας.
  • Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, 23 χρόνια.
  • Οι Γεώργιος Παπανδρέου και Χαρίλαος Τρικούπης, από 21 χρόνια.
  • Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, 20 χρόνια.

Οι Μεσολογγίτες
Σπουδαίο ρεκόρ κατέχει και ο επαναστάτης Μεσολογγίτης πολιτικός Επαμεινώνδας Δεληγιώργης: είναι ο πιο νεαρός πρωθυπουργός όλων των εποχών. Ορκίστηκε στις 20 Οκτωβρίου 1865 σε ηλικία 36 χρόνων. Ομως, δέκα μέρες αργότερα, παραιτήθηκε. Ξανάγινε πρωθυπουργός άλλες πέντε φορές, τη μία με την ψήφο του ελληνικού λαού.

Στον αντίποδα, ο Κώστας Μητσοτάκης ήταν 72 χρόνων όταν εκλέχτηκε πρωθυπουργός. Πέρα από τους αριθμούς, ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης είχε την τύχη να συγκαταλέγεται στους Μεσολογγίτες: από ένα καπρίτσιο της τύχης, η ιερή πόλη γέννησε όλους τους πολιτικούς άνδρες που συνδέονται με τα πιο σημαντικά πολιτικά γεγονότα του 19ου αιώνα, αυτά που έχουν να κάνουν με την πολιτική πορεία του ελληνικού λαού προς την κατάκτηση της ελευθερίας και την κατοχύρωση της κυριαρχίας του.

Πρώτος ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1791-1865). Ξεκινώντας από το Μεσολόγγι, αναδείχτηκε πρόεδρος της πρώτης εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο (1821), η οποία διακήρυξε την ελληνική ανεξαρτησία. Ο ίδιος εκλέχτηκε «αρχιγραμματέας εκτελεστικού» (πρωθυπουργός) το 1825 και διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με την Αγγλία, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μία διεθνή παρέμβαση υπέρ της χώρας μας.

Γέννημα-θρέμμα του Μεσολογγίου, ο ιστορικός της Επανάστασης Σπυρίδων Τρικούπης (1788-1873) υπήρξε «γενικός γραμματέας επικρατείας» (πρωθυπουργός) επί Καποδίστρια και είναι αυτός που διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις για την εκλογή του Οθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας.

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος είναι και ο άνθρωπος που κατηύθυνε τις εργασίες για την ψήφιση του πρώτου Συντάγματος της χώρας μας, αυτού που προέκυψε μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Και είναι ο ίδιος που οδήγησε τη χώρα στις πρώτες της εκλογές το 1844 για την ανάδειξη Κοινοβουλίου.

Από το Μεσολόγγι, όπου πρωτοεκλέχτηκε βουλευτής το 1859, ξεκίνησε ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης (1829-1879), που έγινε ο πολιτικός εκφραστής της αντιδυναστικής πολιτικής και πρωτεργάτης όλων των πολιτικών γεγονότων που οδήγησαν στην έξωση του Οθωνα.

Γεννημένος στο Ναύπλιο αλλά Μεσολογγίτης και εκεί εκλεγόμενος είναι και ο Χαρίλαος Τρικούπης (1832-1896), που το 1875 υποχρέωσε τον βασιλιά Γεώργιο να δεχτεί την «αρχή της δεδηλωμένης», τη μεγαλύτερη κατάκτηση στην πορεία για την εδραίωση της λαϊκής κυριαρχίας.

Επάγγελμα... αντιβασιλιάς!
Στον 20ό αιώνα όμως, είχαμε και αντιβασιλιάδες: ο ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων, ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, έγινε για λίγο αντιβασιλιάς (1920), μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου και πριν από την παλινόρθωση του Κωνσταντίνου. Ξανάγινε αντιβασιλιάς το 1922, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, την επανάσταση Πλαστήρα και την οριστική έκπτωση του Κωνσταντίνου.

Με την ψήφιση του Συντάγματος της πρώτης Ελληνικής Δημοκρατίας (1924), μετονομάστηκε σε προσωρινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εκλέχτηκε κανονικός Πρόεδρος, επανεκλέχτηκε κι έμεινε στο αξίωμα αυτό ως την παραίτησή του για λόγους υγείας τον Δεκέμβριο του 1929 (με ένα μικρό διάλειμμα πέντε μηνών το 1926, όταν παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος για τη δικτατορία του Πάγκαλου).

Επόμενος Πρόεδρος Δημοκρατίας ήταν ο Αλέξανδρος Ζαϊμης που εκλέχτηκε τον Δεκέμβριο του 1929 και εξέπεσε το 1935 με την παλινόρθωση της δυναστείας.

Δέκα χρόνια αργότερα, αντιβασιλιάς έγινε ο Δαμασκηνός. Είχε εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος το 1938, η εκλογή του ακυρώθηκε από το Συμβούλιο Επικρατείας και ξαναπήρε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο στα 1941. Αντιβασιλιάς ορκίστηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1945 και έμεινε στο πόστο αυτό ως την άφιξη του Γεωργίου Β το 1946, ενώ ανέλαβε και προσωρινός πρωθυπουργός στο διάστημα 17 Οκτωβρίου ως 1η Νοεμβρίου 1945. Μετά, επέστρεψε στην Αρχιεπισκοπή.

Οι επόμενοι «αντιβασιλείς» ήταν της πλάκας: πρώτος ο στρατηγός Γεώργιος Ζωιτάκης που διορίστηκε από τη χούντα στις 13 Δεκεμβρίου 1967, όταν ο Κωνσταντίνος κρυβόταν «από χωρίου εις χωρίον» μετά την αποτυχία του αντιπραξικοπήματος-οπερέτα που επιχείρησε. Και βέβαια, τελευταίος «αντιβασιλιάς» ήταν ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος που έστειλε τον Ζωιτάκη σπίτι του κι ανέλαβε ο ίδιος στις 21 Μαρτίου 1972, κρατώντας και την πρωθυπουργική καρέκλα.

Η επόμενη πορεία του ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη: μετονομάστηκε σε «πρόεδρο της Δημοκρατίας» τον Ιούνιο του 1973, πήγε σπίτι του τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου (ανέλαβε ο Φαίδων Γκιζίκης) και από εκεί, τον Αύγουστο του 1975, στον Κορυδαλλό, όπου έζησε ως τον θάνατό του, το 1999.


Θρίαμβοι και πανολεθρίες

Δύο αρχηγοί κόμματος γνώρισαν τον εκπληκτικό θρίαμβο να κατακτήσουν πάνω από το 80% των εδρών της Βουλής. Και οι δύο, ωστόσο, κάποια στιγμή γεύτηκαν την πίκρα να μην εκλεγούν ούτε οι ίδιοι! Στις εκλογές της 3ης Μαϊου 1892, ο Χαρίλαος Τρικούπης έβγαλε 180 από τους συνολικά 207 βουλευτές: ποσοστό 86,95%! Στις αμέσως επόμενες (16 Απριλίου 1895), έπαθε πανωλεθρία: το κόμμα του ανέδειξε 15 βουλευτές (7,2%), ανάμεσα στους οποίους ο ίδιος δεν ήταν! Την έδρα του κέρδισε ο Μιλτιάδης Γουλιμής. Είναι τότε που, γεμάτος πικρία, είπε «Ανθ ημών, Γουλιμής!».

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στις εκλογές του 1910, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είδε το κόμμα του (των Φιλελευθέρων) να κατακτά τις 307 από τις 362 έδρες του Κοινοβουλίου: ποσοστό 84,80%! Στα 1920, θριαμβευτής με τη συνθήκη των Σεβρών στην τσέπη, πανίσχυρος και σωτήρας του τόπου, καταποντίστηκε: το κόμμα του έπεσε στο 29,73% και ο ίδιος έφυγε στο Παρίσι, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο που, 25 χρόνια πριν, είχε πάρει ο Χαρίλαος Τρικούπης! Και οι δύο πέθαναν αυτοεξόριστοι.


Οι πρωθυπουργοί

Στα 166 χρόνια των ελληνικών εκλογικών αναμετρήσεων, από το 1844 έως το 2010, ογδόντα δύο άνδρες έγιναν πρωθυπουργοί αυτού του τόπου: Οι 30 είχαν την τιμή να εκλεγούν με την ψήφο του λαού. Οι πέντε ήταν δικτάτορες ή εκπρόσωποι δικτατόρων. Οι υπόλοιποι διορίστηκαν από τους βασιλιάδες ή ανέλαβαν προσωρινά, είτε ως υπηρεσιακοί είτε με την υπόδειξη κάποιας εθνοσυνέλευσης. Στον αλφαβητικό κατάλογο που ακολουθεί, αναφέρονται και οι ογδόντα δύο, καθώς και οι χρονιές της πρωθυπουργίας τους (όπου μία χρονιά αναφέρεται περισσότερες από μία φορά, σημαίνει ότι ο πολιτικός αυτός έλαβε ισάριθμες εντολές μέσα στον ίδιο χρόνο). Με τονισμένα στοιχεία δημοσιεύονται τα ονόματα και οι χρονιές των εκλεγμένων, με πλάγια των δικτατοριών και με λευκά των διορισμένων.

  • Γ. Αθανασιάδης - Νόβας: 1965
  • Α. Ανδρουτσόπουλος: 1973-74 εκπρόσωπος δικτάτορα Δημήτριου Ιωαννίδη
  • Κ. Ζ. Βάλβης: 1863, 1864, 1886
  • Ε. Βενιζέλος: 1910, 1910, 1912-15, 1915, 1917-20, 1924, 1928-32, 1932, 1933
  • Σ. Βενιζέλος: 1944, 1950, 1950-51 επικεφαλής συνασπισμού
  • Δ. Βούλγαρης: 1855-57, 1862-63, 1863-64, 1865, 1866, 1868-69, 1872, 1874-75
  • Π. Βούλγαρης: 1945
  • Κ. Γεωργακόπουλος: 1958
  • Σ. Γονατάς: 1922-24 (με επανάσταση)
  • Δ. Γούναρης: 1915, 1922
  • Δαμασκηνός αρχιεπίσκοπος: 1944 (και αντιβασιλιάς 1945-1946)
  • Ε. Δεληγιώργης: 1865, 1865, 1870, 1872-74, 1873, 1876, 1877
  • Θ. Δηλιγιάννης: 1885-86, 1890-92, 1895-97, 1902-03, 1904-05
  • Ν. Δηλιγιάννης: 1895
  • Κ. Δεμερτζής: 1935-36
  • Α. Διομήδης: 1949-50
  • Κ. Δόβας: 1961
  • Σ. Δραγούμης: 1910
  • Α. Ζαϊμης: 1897-99, 1901-02, 1915, 1916, 1917, 1926-28
  • Θ. Ζαϊμης: 1869-70, 1871-72
  • Ξ. Ζολώτας: 1989-90
  • Γ. Θεοτόκης: 1899-01, 1902, 1903, 1903-04, 1905, 1906-1909
  • Ι. Θεοτόκης: 1950
  • Ν. Καλογερόπουλος: 1916, 1921
  • Κ. Κανάρης: 1848-49, 1854, 1864, 1864-65, 1877
  • Π. Κανελλόπουλος: 1945, 1967
  • Κ. Καραμανλής: 1955, 1956-58, 1958-61, 1961-63, 1974-77, 1977-80
  • Γ. Καφαντάρης: 1924
  • Δ. Κιουσόπουλος: 1952
  • Κ. Κόλλιας: 1967 εκπρόσωπος δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου και ανακτόρων
  • Ι. Κολοκοτρώνης: 1862
  • Γ. Κονδύλης: 1926 με ανατροπή του δικτάτορα Θ. Πάγκαλου, 1935
  • Α. Κορυζής: 1941
  • Α. Κουμουνδούρος: 1865, 1865, 1866-68, 1870-71, 1875-76, 1876-77, 1877, 1878, 1878-80, 1879, 1880-82
  • Γ. Κουντουριώτης: 1848
  • Α. Κριεζής: 1849-54
  • Σ. Κροκιδάς: 1922
  • Δ. Κυριακός: 1863
  • Ι. Κωλέττης: 1844-47
  • Κ. Κωνσταντόπουλος: 1892
  • Σ. Λάμπρος: 1916-17
  • Δ. Μάξιμος: 1947
  • Α. Μαυροκορδάτος: 1854-55
  • Κ. Μαυρομιχάλης: 1909-10
  • Σ. Μαυρομιχάλης: 1963
  • Ι. Μεταξάς: 1936-41
  • Κ. Μητσοτάκης: 1990-93
  • Α. Μιαούλης: 1857-62, 1859, 1861
  • Α. Μιχαλακόπουλος: 1924 -25
  • Α. Μωραϊτίνης: 1863, 1867-68
  • Α. Οθωναίος: 1933
  • Θ. Πάγκαλος: 1925-26
  • Α. Παπάγος: 1952-55
  • Γ. Παπαδόπουλος: 1967-73
  • Α. Παπαναστασίου: 1924 1932
  • Α. Παπανδρέου: 1981-85, 1985-89
  • Γ. Παπανδρέου: 1944-45, 1963, 1964-65
  • Ι. Παρασκευόπουλος: 1963-64, 1966-67
  • Π. Πιπινέλης: 1963
  • Ν. Πλαστήρας: 1945, 1950, 1951-52 επικεφαλής συνασπισμού
  • Π. Πουλίτσας: 1946
  • Π. Πρωτοπαπαδάκης: 1922
  • Γ. Ράλλης: 1980-81 ως διάδοχος Κ. Καραμανλή
  • Δ. Ράλλης: 1897, 1903 (εναλλάξ με Κ. Μαυρομιχάλη) 1905, 1909, 1920-21
  • Β. Ρούφος: 1863 1865-66
  • Κ. Σημίτης: 1996 ως διάδοχος Α. Παπανδρέου, 1996-2000, 2000-2004
  • Σ. Σκουλούδης: 1915-1916
  • Θ. Σοφούλης: 1924, 1945-46, 1947-49
  • Στ. Στεφανόπουλος: 1965-66
  • Ν. Στράτος: 1922
  • Σ. Σωτηρόπουλος: 1893
  • Κ. Τζαβέλας: 1847-48
  • Τζ. Τζαννετάκης: ως πρωθυπουργός της συγκυβέρνησης του 1989
  • Ν. Τριανταφυλλάκος: 1922
  • Χ. Τρικούπης: 1875, 1878, 1880, 1881, 1882-85 1886 1887-90 1892-93 1893-95
  • Κ. Τσαλδάρης: 1946-47, 1947
  • Π. Τσαλδάρης: 1932-33, 1933-35
  • Η. Τσιριμώκος: 1965
  • Ε. Τσουδερός: 1941-1944 με την εξόριστη κυβέρνηση
  • Α. Χαραλάμπης: 1922
  • Κ.Α.Καραμανλής 2004-2009
  • Γ.Α.Παπανδρέου 2009-

Η κυριαρχία του ελληνικού λαού στην Αρχαία Αθήνα




Ο σοφός Σόλων, από το 594 π.Χ., είχε ήδη επιβάλει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και μάλιστα σε μια εποχή κατά την οποία σε Ασία και Αφρική οι απόλυτοι μονάρχες ούτε καν διανοούνταν να ρωτήσουν κάποιον, πέρα από τους επαγγελματίες συμβούλους τους.

Ανάμεσα στα άλλα, ο Σόλων επέβαλε και την Εκκλησία του Δήμου, μια αναβίωση των συνελεύσεων της ομηρικής εποχής αλλά με καθορισμένα και καταλυτικά καθήκοντα. Τους νόμους πια τους ψήφιζε η Βουλή των 400 (εκατό από κάθε φυλή) αλλά κι αυτής οι αποφάσεις υπόκειντο στην έγκριση της Εκκλησίας του Δήμου, όπου δικαίωμα συμμετοχής είχαν όλοι οι ελεύθεροι πολίτες, ανεξάρτητα από το μέγεθος της περιουσίας τους.

Μεσολάβησε, βέβαια, η «τυραννίδα» του Πεισίστρατου, αλλά αφότου το 514 π.Χ. οι τυραννοκτόνοι Αρμόδιος και Αριστογείτων κατάφεραν να σκοτώσουν τον αδερφό του Ιππαρχο, ο Ιππίας, γιος και διάδοχος του τυράννου έγινε ακόμα πιο καταπιεστικός.

Ξεγελώντας τους Θεούς
Αντιμέτωπος με τα δεινά της τυραννίας ο Αλκμεωνίδης Κλεισθένης κατέφυγε στην παλιά τέχνη των Αθηναίων: τη δωροδοκία. Είχε αναλάβει να κατασκευάσει καινούριο ναό του θεού Απόλλωνα στους Δελφούς. Το συμβόλαιο προέβλεπε να χτιστεί ο ναός με πωρόλιθο. Ο Κλεισθένης, όμως, ναύλωσε πλοία και τα έστειλε στην Πάρο να φορτώσουν από το φημισμένο της μάρμαρο. Οταν τα πλοία έφτασαν στο λιμάνι κι άρχισαν να ξεφορτώνουν το πολύτιμο φορτίο, οι προϊστάμενοι της Πυθίας τον ρώτησαν για πού προορίζεται. Ο Κλεισθένης απάντησε: «Σκέφτηκα πως η κατοικία του θεού Απόλλωνα δεν μπορεί να είναι φτιαγμένη από ασήμαντο πωρόλιθο. Του πρέπει μαρμάρινη και μάλιστα από το πιο φημισμένο υλικό. Δεν θα σας κοστίσει ούτε μια μνα παραπάνω. Ομως, όποτε έρχονται εδώ Σπαρτιάτες για να ζητήσουν χρησμό, κάποιος να προσθέτει στα λόγια της Πυθίας μια φρασούλα: Η Σπάρτη να βοηθήσει τους Αθηναίους να διώξουν τον Ιππία». Συμφώνησαν.

Ο Κλεισθένης μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι ήταν ο πρώτος Αθηναίος που κατάφερε να δωροδοκήσει έναν θεό. Τον Απόλλωνα! Με το «πες, πες», λοιπόν, στη Λακωνία άρχισε να δημιουργείται ρεύμα κατά του Ιππία, παρ' όλο που ο ίδιος ήταν «κολλητός» με τους εκεί βασιλιάδες. Οργανώθηκε ένα εκστρατευτικό σώμα με αρχηγό τον Αγχίμολο, επιβιβάστηκε στα πλοία και κατευθύνθηκε στο Φάληρο.

Την ίδια στιγμή, ο Ιππίας ειδοποίησε τους φίλους στη Θεσσαλία με πρώτο να καταφτάνει τον ταγό Κινέα με χίλιους καβαλάρηδες. Οταν οι Σπαρτιάτες αποβιβάστηκαν, το θεσσαλικό ιππικό έπεσε πάνω τους και τους τσάκισε. Ο Αγχίμολος σκοτώθηκε στη μάχη και όσοι σώθηκαν, γύρισαν με τα πλοία στη Σπάρτη. Εκεί, ο λαός ζητούσε εκδίκηση.

Ο βασιλιάς Κλεομένης μπήκε επικεφαλής του στρατού και στη μάχη που έγινε στην Αττική οι Θεσσαλοί κατατροπώθηκαν. Ο Κινέας το έσκασε στην πατρίδα του και ο Ιππίας με τους μισθοφόρους του οχυρώθηκαν στην ακρόπολη όπου Σπαρτιάτες κι αθηναϊκός λαός τους πολιόρκησαν. Ο Ιππίας θέλησε να φυγαδεύσει την οικογένειά του αλλά τελικά τον συνέλαβαν και τον υποχρέωσαν να δεχτεί συμφωνία.

Αφού ο τύραννος έφυγε, οι φυγάδες και οι εξόριστοι ξαναγύρισαν στην Αθήνα. Μαζί τους και οι Αλκμεωνίδες με αρχηγό τον Κλεισθένη. Τρεις νόμοι πέρασαν με συνοπτικές διαδικασίες: Διαγραφή από τους καταλόγους πολιτών όλων εκείνων που είχαν γίνει Αθηναίοι παράνομα, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων όλων εκείνων που είχαν στηρίξει τη δικτατορία και απαγόρευση των βασανιστηρίων. Ομως, στις εκλογές για την ανάδειξη νέου επώνυμου άρχοντα, ο Κλεισθένης έχασε. Τις κέρδισε ο επικεφαλής των αριστοκρατών Ισαγόρας.

Ο Κλεισθένης δεν πτοήθηκε. Ως απλός πολίτης, εισηγήθηκε στην Εκκλησία του Δήμου σειρά μέτρων που καταργούσαν την οργάνωση του κράτους με βάση τις φατρίες κι αναδείκνυαν τον πολίτη ενεργό κύτταρο της πόλης, ενώ παράλληλα πρότεινε τη δημιουργία της Βουλής των 500, που θα εκλέγονταν και ουσιαστικά θα κυβερνούσαν. Οι προτάσεις του εγκρίθηκαν κι έγιναν νόμοι του κράτους. Ηταν το 508 π.Χ. κι έτσι γεννήθηκε στην Αθήνα η Δημοκρατία πριν από 2.515 χρόνια.

Το καλό το παλικάρι...
Ο Ισαγόρας γρήγορα κατάλαβε ότι βρέθηκε με έναν τίτλο χωρίς αντίκρισμα αφού η εξουσία είχε περάσει στη Βουλή και στην Εκκλησία του Δήμου, έτσι, κατέφυγε κι αυτός στη δωροδοκία. Η σύζυγος του βασιλιά της Σπάρτης, Κλεομένη, ανήκε στην κατηγορία των γυναικών που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να τις πει όμορφες. Αντίθετα, η σύζυγος του Ισαγόρα ήταν ονομαστή για τα κάλλη της. Ο Κλεομένης εντυπωσιάστηκε όταν την είδε και ο Ισαγόρας δεν είχε κανένα ενδοιασμό. Σ ελάχιστο χρονικό διάστημα, το «παράνομο ζευγάρι» ήταν γεγονός και ο Ισαγόρας πήρε την εξουσία της Αθήνας με τα όπλα του Σπαρτιάτη βασιλιά.

Αρχικά, εξόρισε την οικογένεια των Αλκμεωνίδων και τον αρχηγό της, μαζί με ακόμη 700 οικογένειες αντιπάλων του. Μετά, θέλησε να καταργήσει την εκλεγμένη Βουλή και να διορίσει τριακόσιους δικούς του. Ομως, η νεαρή Δημοκρατία δεν κατέθεσε τα όπλα. Βουλευτές και λαός ξεσηκώθηκαν και πολιόρκησαν τους δύο βασιλείς και τους δικούς τους που οχυρώθηκαν στην ακρόπολη.

Ο Κλεομένης σκέφτηκε το ζήτημα. Καλή η κυρία του Ισαγόρα αλλά αυτός είχε μπλέξει άσχημα και καμία όρεξη δεν είχε να βλέπει τους άνδρες του να σκοτώνονται για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στην εξουσία της Αθήνας. Δυο μέρες μετά το κλείσιμό του στον ιερό βράχο, ήρθε σε επαφή με τους πολιορκητές οι οποίοι δέχτηκαν να τον αφήσουν να επιστρέψει με τον στρατό του στη Σπάρτη. Μέσα στη σύγχυση, ο Ισαγόρας βρήκε ευκαιρία να το σκάσει αλλά οι οπαδοί του πέρασαν από δίκη και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Κλεισθένης ξαναγύρισε θριαμβευτής. Με τις εισηγήσεις του που ψηφίστηκαν χωρίς τροπολογίες, το νέο πολίτευμα, η Δημοκρατία, ολοκληρώθηκε και παγιώθηκε, δίχως όμως αυτό να σημαίνει ότι ξεπέρασε και τους κινδύνους.

Στη Σπάρτη, ο Κλεομένης δεν μπορούσε να χωνέψει ότι ουσιαστικά έγινε υποχείριο των Αθηναίων που τον χρησιμοποίησαν για να απαλλαγούν από τον φίλο του, Ιππία. Συνεννοήθηκε με τους Βοιωτούς και τους Χαλκιδείς να χτυπήσουν από τα βόρεια, ενώ ο ίδιος με τους Πελοποννήσιους πέρασε τον Ισθμό. Η αθηναϊκή Δημοκρατία για ακόμη μια φορά αποδείχτηκε ατσάλινη. Ο Κλεομένης γύρισε στη Σπάρτη και ξεκάθαρα, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να παλινορθώσει τον Ιππία.

Ο εκπρόσωπος των Κορινθίων, Σωσικλής, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους λέγοντας: «Αν σας αρέσει τόσο πολύ η τυραννίδα, εφαρμόστε την πρώτα στη Σπάρτη και μετά προσπαθήστε να την επιβάλετε και αλλού». Το συνέδριο διαλύθηκε. Ηταν το 506 π.Χ. Ο Κλεισθένης έζησε τιμημένος την υπόλοιπη ζωή του. Η εγγονή του, Αγαρίστη, παντρεύτηκε τον Ξάνθιππο. Στα 490 π.Χ. το ζευγάρι ευτύχησε να αποκτήσει ένα γιο. Ηταν ο Περικλής, ο άνθρωπος που οδήγησε την Αθηναϊκή Δημοκρατία στον χρυσό της αιώνα.

Ομως, στη δεύτερη δεκαετία του 5ου αιώνα, πριν ακόμα να γίνει χρυσός, δυο κόμματα ανταγωνίζονταν για την εξουσία στην εκκλησία του δήμου. Το δημοκρατικό με αρχηγό τον Θεμιστοκλή και το αριστοκρατικό με τον Αριστείδη. Οι καβγάδες τους θυμίζουν σύγχρονη ελληνική Βουλή σε συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών πριν από την ημερήσια διάταξη. Κι όταν ο Θεμιστοκλής έλεγχε την εξουσία, το ρουσφέτι πήγαινε σύννεφο. Σε μια συνέλευση της εκκλησίας του δήμου, ο Αριστείδης τον κατηγόρησε ανοιχτά ότι χαρίζεται στους δικούς του. «Μα, αν δεν βολέψω τους φίλους μου τώρα που είμαι στα πράγματα, πότε θα τους βολέψω;», απάντησε αφοπλιστικά εκείνος.

Σε άλλη περίπτωση, ο Θεμιστοκλής εισηγήθηκε έναν νόμο. Ο Αριστείδης θύμωσε, επειδή δεν το είχε σκεφτεί εκείνος. Σηκώθηκε κι άρχισε να ρητορεύει εναντίον της εισήγησης του Θεμιστοκλή. Η εκκλησία πείστηκε και τον απέρριψε. Μετά τη συνεδρίαση, ο Αριστείδης είχε τύψεις. Το απόγευμα, τον άκουσαν να φωνάζει: «Αθηναίοι, ένας μόνον τρόπος υπάρχει να γλιτώσετε. Να πάρετε και τον Θεμιστοκλή κι εμένα και να μας φουντάρετε στη θάλασσα».

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι εφηύραν το λάδωμα, εφηύραν τα κόμματα και το ρουσφέτι αλλά εφηύραν και την ειλικρίνεια.